Τοποθέτηση της Ένωσης Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης αναφορικά με τις αμοιβές των Ασκούμενων Δικηγόρων

Η δικηγορική άσκηση διέπεται από τις ρυθμίσεις των α. 10 επ. του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013). Στα πλαίσια αυτά, στο α. 13 παρ. 11 ορίζεται ότι  “Η αμοιβή των ασκουμένων δικηγόρων καθορίζεται με διάταξη τυπικού νόμου,  εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με τις πιο πάνω διατάξεις”. Επισημαίνεται ότι,  πριν το ν. 4745/2020 για το ζήτημα προβλέπονταν νομοθετική εξουσιοδότηση  στον Υπ. Δικαιοσύνης για την έκδοση Υπουργικής Απόφασης.

Έως σήμερα δεν έχει ψηφισθεί οποιαδήποτε διάταξη νόμου ή άλλη  κανονιστική πράξη της διοίκησης που να ορίζει το ύψος της αμοιβής. Ο ΔΣΘ,  με απόφαση του ΔΣ προ ετών, έχει ορίσει ως ελάχιστο ποσό αμοιβής τα 300  ευρώ / μήνα, ενώ από την πλευρά μας ως ΕΑΝΔιΘ ζητήσαμε υποβάλαμε αίτημα στον ΔΣΘ το προηγούμενο διάστημα να λάβει απόφαση που θα όριζε την ελάχιστη αμοιβή ασκουμένου σε ένα ποσό αντίστοιχου επιπέδου με τον κατώτατο μισθό.

Παράλληλα, για το σύνολο των εργαζομένων στην χώρα προβλέπεται  ελάχιστος νόμιμος μισθός. Το ύψος αυτού, κατόπιν αλλεπάλληλων αυξήσεων  τα τελευταία έτη, ανέρχεται στα 830 ευρώ / μήνα  μεικτά για τους υπαλλήλους και τα 37,07 ευρώ/ ημέρα μεικτά για τους  εργατοτεχνίτες (38866/21.4.2022 Υ.Α. (Β΄ 2030)). Οι αυξήσεις αυτές του κατώτατου μισθού είναι απολύτως εύλογες για την αντιμετώπιση των  πληθωριστικών πιέσεων στο κόστος διαβίωσης, σε μια περίοδο με ραγδαία αύξηση των ενοικίων και εκτόξευση της ακρίβειας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είναι εύκολο να αντιληφθούμε την ανάγκη να ληφθεί πρόνοια για τους ασκούμενους δικηγόρους, οι οποίοι βιώνουν την διαρκή εργασιακή ανασφάλεια, υπαμείβονται, δεν διαθέτουν κάποιο κατοχυρωμένο πλαίσιο αδειών και τις περισσότερες φορές αναγκάζονται να πληρώνουν οι ίδιοι τις ασφαλιστικές του εισφορές.

Στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη προβλέπεται ελάχιστη αμοιβή για τους ασκούμενους δικηγόρους, συνήθως αντίστοιχη με την προβλεπόμενη για τους μισθωτούς. Άλλωστε η μη αμειβόμενη πρακτική άσκηση έχει κριθεί ως μη νόμιμη από την Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της  Ευρώπης και ήδη το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με την από 17-2-2022  απόφασή του, καλεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να λάβει μέτρα για την  εξάλειψη της μη αμειβόμενης άσκησης.
Κατόπιν τούτων και λαμβάνοντας υπ΄ όψιν την πίεση που ασκεί το υψηλό κόστος διαβίωσης στους νέους συναδέλφους μας θεωρούμε πως είναι απαραίτητο το Υπουργείο Δικαιοσύνης να προχωρήσει, στο πλαίσιο της επικείμενης αναθεώρησης του Κώδικα Δικηγόρων, στην καθιέρωση: 1) βασικού μισθού για την δικηγορική άσκηση στο ύψος του σημερινού κατώτατου μισθού, με  παράλληλη πρόβλεψη κάλυψης από τον/την ασκούντα/ασκούσα  δικηγόρο/εταιρία των ασφαλιστικών εισφορών του/της ασκούμενου/ης και 2)  αναρρωτικών αδειών και ετήσιας άδειας αναψυχής όπως προβλέπονται  πλέον στον Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου (Π.Δ 80/2022 άρθρα 210 επ.) και η άσκηση πίεσης προς τα αρμόδια κυβερνητικά όργανα σε αυτήν την κατεύθυνση.

Περαιτέρω, με σκοπό να περιφρουρήσουμε την αποτελεσματική εφαρμογή της ανωτέρω απόφασης, προτείνουμε να καθοριστεί ως προαπαιτούμενο για την εγγραφή του/της ασκούμενου/ης δικηγόρου στο  μητρώο ασκουμένων του Δικηγορικού Συλλόγου, η κατάθεση ιδιωτικού συμφωνητικού των μερών στο οποίο θα προβλέπονται τουλάχιστον οι ως
άνω όροι (ήτοι, βασικός μισθός, κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών, ωράριο απασχόλησης και άδεια 25 ημερών ετησίως), ειδάλλως, σε διαφορετική περίπτωση, η αίτηση εγγραφής δεν θα γίνεται αποδεκτή από τον οκείο Δικηγορικό Σύλλογο.

Για τους λόγους αυτούς
Αιτούμαστε

Να ληφθεί απόφαση υπέρ της καθιέρωσης βασικού μισθού για την δικηγορική άσκηση, κάλυψης των ασφαλιστικών εισφορών και δικαιώματος σε λήψη αναρρωτικών αδειών και ετήσιας άδειας αναψυχής. Στην κατεύθυνση αυτή, να αποφασιστεί η υποχρεωτική κατάθεση ιδιωτικού συμφωνητικού με τα  ανωτέρω μεταξύ ασκούμενου/ης- ασκούντα/σας δικηγόρου ως  προαπαιτούμενου για την ολοκλήρωση της εγγραφής στον εκάστοτε Δικηγορικό Σύλλογο.