Ψήφισμα της Ε.Α.Ν.Δι.Θ για το νομοσχέδιο για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια

Αρ. Πρωτόκολλου: 10/06-04-2021 (εξ.)

Ως Ένωση Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων Θεσσαλονίκης (Ε.Α.Ν.Δι.Θ.), εκφράζουμε την αντίθεσή μας στις προτεινόμενες αλλαγές στο πεδίο του Οικογενειακού Δικαίου, και δη στο πεδίο των σχέσεων γονέων και τέκνων μετά τη διάσπαση της συζυγικής σχέσης. Καταδικάζουμε συγκεκριμένα τις προτεινόμενες τροποποιήσεις σχετικά με την εισαγωγή της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας ως εκ του νόμου συστήματος άσκησης της γονικής μέριμνας. Τονίζουμε πως η συνεπιμέλεια του τέκνου μετά το διαζύγιο δίνεται και σήμερα ως δυνατότητα από το ισχύον δίκαιο και όπως έχει αποδειχθεί, τόσο με βάση τα πορίσματα των επιστημόνων ψυχικής υγείας όσο και με βάση πραγματικές υποθέσεις που αντιμετώπισε η νομολογία των δικαστηρίων, μπορεί να έχει θετικά οφέλη για τα παιδιά μόνο εφόσον οι σχέσεις των γονέων είναι ομαλές και είναι σε θέση να συναποφασίζουν σε συναινετική βάση για το παιδί τους. Το νομοσχέδιο που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση επιχειρεί να εισάγει το θεσμό της υποχρεωτικής εκ του νόμου συνεπιμέλειας και περιλαμβάνει σωρεία προβληματικών διατάξεων και αντινομιών, που θίγουν ανεπανόρθωτα το συμφέρον του παιδιού.

Το Οικογενειακό μας Δίκαιο είναι παιδοκεντρικό, θέτει δηλαδή στο επίκεντρο το συμφέρον του τέκνου, που αποτελεί αόριστη νομική έννοια και οφείλει να λαμβάνεται υπόψη τόσο από τους γονείς κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας όσο και από το δικαστήριο κατά τη λήψη απόφασης. Και ως αόριστη νομική έννοια με αξιολογικό περιεχόμενο οφείλει να εξειδικεύεται από το δικαστήριο με βάση τα ιδιαίτερα γνωρίσματα κάθε επιμέρους περίπτωσης. Αντιθέτως, το νομοσχέδιο αυτό ανατρέπει εκ βάθρων τη λογική του οικογενειακού μας δικαίου με τους εξής τρόπους:

  1. Οριοθετεί εκ των προτέρων την αόριστη νομική έννοια του συμφέροντος του παιδιού, ορίζοντας ότι αυτό εξυπηρετείται άνευ ετέρου από την συμμετοχή και των δύο γονέων στη ζωή του (άρθρο 5 του νομοσχεδίου), γεγονός που όπως καθίσταται αντιληπτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ιδίως σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και κακοποίησης κάθε μορφής. Περιορίζεται ως εκ τούτου και καθοδηγείται σε συγκεκριμένη κατεύθυνση η δικαστική κρίση.
  2. Θέτει στο επίκεντρο την ισότητα των γονέων υπό την εξισωτική, ισοπεδωτική της μορφή – κατ’ ουσία προάγοντας τις επιδιώξεις και το συμφέρον του «θιγόμενου» από το προηγούμενο καθεστώς γονέα – εισάγοντας εκ πλαγίου («ασκούν από κοινού και εξίσου», άρθρο 5) την ισόχρονη διαμονή με καθέναν από τους δύο γονείς, με εναλλασσόμενη κατοικία. Η τελευταία όμως δεν εξυπηρετεί το συμφέρον του τέκνου σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά αντίθετα μπορεί να συντείνει στην αποσταθεροποίησή του, ιδίως σε περιπτώσεις π.χ. μεγάλης απόστασης μεταξύ των σπιτιών, απόκλισης του βιοτικού επιπέδου σε καθένα από τα δύο σπίτια, έντονης συγκρουσιακής σχέσης μεταξύ των γονέων και αδυναμίας λήψης από κοινού αποφάσεων για θέματα που αφορούν το παιδί κ.α. Γίνεται αντιληπτό ότι πίσω από την επιμονή στο αίτημα για ισόχρονη διαμονή και εναλλασσόμενη κατοικία, λανθάνουν κίνητρα οικονομικά, δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή θα μειώσει το ύψος των καταβαλλόμενων διατροφών.
  3. Ιδιαίτερα προβληματική εμφανίζεται η ρύθμιση σχετικά με τον χρόνο επικοινωνίας. Το νομοσχέδιο ορίζει ότι: «ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου επικοινωνίας», με αυστηρές προϋποθέσεις απόκλισης. Η ρύθμιση αυτή αφήνει ευρύ περιθώριο για παραβίαση της ιδιωτικότητας τόσο του παιδιού όσο και του έτερου γονέα. Ορίζεται ακόμη πως: «αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής». Αυτό πρακτικά σημαίνει πως αν δεν υπάρχει αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αν δεν έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα, παραβλέποντας ακόμα και τις αποφάσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και του Εφετείου, θεωρώντας τις αποφάσεις τους μη επαρκείς, ακόμα κι αν υπάρχουν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία για τα ως άνω εγκλήματα, το τέκνο θα αναγκάζεται να έρθει σε επαφή με τον θύτη γονέα. Ακόμα και σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής ή έμφυλης βίας και σε περιπτώσεις σεξουαλικής παιδικής κακοποίησης, το παιδί υποχρεούται να έρχεται σε επαφή με τον θύτη. Στις περιπτώσεις αυτές όμως, είναι πιθανό η σχετική αντιδικία να καταλήξει σε αμετάκλητη δικαστική απόφαση ακόμα και μετά από 10 έτη, καθ΄ όλη τη διάρκεια των οποίων ο θύτης θα ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας του με το παιδί.
  4. Πίσω από το νομοσχέδιο λανθάνει η αμφιλεγόμενη και επιστημονικά καταδικαστέα θεωρία του «Συνδρόμου Γονικής Αποξένωσης» , στο οποίο αναφέρονται συχνά οι οργανώσεις αλλά και κυβερνητικές πηγές που προώθησαν το συγκεκριμένο νομοσχέδιο εξαρχής. Ο όρος «Σύνδρομο» ή «Διαταραχή Γονικής Αποξένωσης» κατασκευάστηκε το 1980 από τον Δρ. Richard Gardner, και αναφέρεται στα αισθήματα αποστροφής που αισθάνεται ένα παιδί προς τον γονέα του μετά από διαζύγιο των γονέων και σε περιπτώσεις δικαστικής διαμάχης, και σύμφωνα με τον Gardner οφείλονται σε μια προσπάθεια χειραγώγησης του παιδιού από τον άλλο γονέα και υποβολής προς αυτό των αρνητικών συναισθημάτων. Το σύνδρομο πρωτοεμφανίστηκε σε δικαστικές αίθουσες στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της υπερασπιστικής γραμμής γονέων (πατέρων) που κατηγορούνταν για σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών τους, και αργότερα η χρήση του διευρύνθηκε και σε άλλες περιπτώσεις αντιδικίας μεταξύ γονέων, με σκοπό την υποτίμηση της αξιοπιστίας των λεγομένων των θυμάτων, παιδιών και μητέρων. Το σύνδρομο δεν έχει γίνει δεκτό από κανέναν επίσημο φορά ψυχικής υγείας παγκοσμίως και στερείται επιστημονικής τεκμηρίωσης. Ο ίδιος ο Gardner μεταξύ άλλων, υποστήριζε πως τα παιδιά είναι εκ φύσεως σεξουαλικά και μπορεί να προκαλέσουν σεξουαλικές συναντήσεις με «αποπλάνηση» του ενήλικα. Για τη σεξουαλική κακοποίηση έλεγε: «πείτε στο παιδί ότι η σεξουαλική κακοποίηση από έναν πατέρα είναι φυσιολογική. Τα μεγαλύτερα παιδιά μπορούν να καθοδηγηθούν ώστε να εκτιμήσουν ότι οι σεξουαλικές συναντήσεις μεταξύ ενήλικων και παιδιών δεν θεωρούνται καθολικά ως κατακριτέες πράξεις. Μπορεί να ειπωθεί στο παιδί ότι για κάποιες κοινωνίες μια τέτοια συμπεριφορά ήταν και θεωρείται φυσιολογική». Ο Gardner επίσης, για τις μητέρες που ανακαλύπτουν ότι ο σύζυγός τους κακομεταχειρίζεται το παιδί τους σεξουαλικά, επιρρίπτει την ευθύνη της κακοποίησης του πατέρα προς το παιδί στη μητέρα, επειδή εκείνη δεν εκπληρώνει τις σεξουαλικές του επιθυμίες. Προτείνει τέλος οι θεραπευτές, να βοηθήσουν τις μητέρες παιδιών θυμάτων ασέλγειας, να εκπληρώσουν τις σεξουαλικές επιθυμίες των αντρών.
  5. Επιπλέον, στο άρθρο 5 του νομοσχεδίου, η προσθήκη της διάταξης «εφόσον η γνώμη του τέκνου κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής» θέτει σοβαρά προβλήματα, καθώς αποτελεί διατύπωση που αφήνει ευρύ περιθώριο εκτίμησης και αφήνει «ανοικτό» το ενδεχόμενο να καταστρατηγηθεί στην πράξη η επιταγή να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη του παιδιού, η οποία απορρέει και από διεθνείς συμβάσεις. Το ζήτημα που τίθεται είναι πως δεν αναφέρονται καν προϋποθέσεις για να εξασφαλιστεί η εγκυρότητα και η ασφάλεια της γνώμης του τέκνου, βάλλοντας εμμέσως κατά του ενός γονιού, ιδίως της μητέρας, διότι μέσω αυτής της νομοθετικής ρύθμισης υπονοείται ότι χειραγωγεί το παιδί στο να εκφραστεί αρνητικά ή να διαμορφώσει αρνητικά συναισθήματα για τον έτερο γονέα. Φυσικά, λανθάνει κι εδώ η αμφιλεγόμενη και επιστημονικά καταδικαστέα θεωρία του συνδρόμου γονικής αποξένωσης.
  6. Περιλαμβάνει σωρεία άλλων προβληματικών διατάξεων και αντινομιών. Ενδεικτικά , στο άρθρο 3 του νομοσχεδίου: η προσθήκη στο άρθρο 56 ΑΚ της διάταξης αναφορικά με την επίδοση των εγγράφων σε οποιονδήποτε εκ των γονέων του τέκνου. Σε αυτή την τροποποίηση δημιουργούνται δύο παράδοξα: α) η επίδοση μπορεί να γίνει προς γονέα με τον οποίο το τέκνο δεν έχει καμία επαφή ή επικοινωνία κι έτσι, να μη λάβει καν γνώση της επίδοσης κάποιου εγγράφου, γεγονός που μπορεί να επιφέρει δυσχέρειες στη δικονομική θέση του τέκνου ή του αντιπροσώπου του, β) είναι δυνατόν ο γονέας που θέλει να στραφεί κατά του τέκνου διεκδικώντας κάποια αξίωση, να επιδίδει στον εαυτό του το σχετικό έγγραφο ως νόμιμος εκπρόσωπος του τέκνου.
  7. Συνολικά, το νομοσχέδιο δείχνει να προσεγγίζει την οικογένεια ως έναν ουδέτερο χώρο, απαλλαγμένο από έμφυλες ιεραρχήσεις και σχέσεις εξουσίας, αδιαφορώντας για τους έμφυλους ρόλους που τα υποκείμενα εντός της επιτελούν.

Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει και άλλες προβληματικές διατάξεις, που απηχούν τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της νομοθετικής ρύθμισης από την προστασία του συμφέροντος του παιδιού στην προώθηση των επιδιώξεων των γονέων. Ως νέοι και νέες νομικοί και ασκούμενοι δικηγόροι, ενώνουμε τη φωνή μας με το πλήθος των νομικών εγνωσμένου κύρους, των οργανώσεων για την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών και των φεμινιστικών οργανώσεων που καταδικάζουν τις προτεινόμενες ρυθμίσεις και ζητούμε την απόσυρση του νομοσχεδίου.

Αντ’ αυτού, αιτούμαστε την άμεση θέσπιση Οικογενειακών Δικαστηρίων στη χώρα, που θα ειδικεύονται στην εξέταση υποθέσεων οικογενειακού δικαίου με την υποστήριξη κοινωνικών λειτουργών και επαγγελματιών ψυχικής υγείας. Η όποια μελλοντική αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου, πρέπει να έχει συγκεκριμένη στόχευση, λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικές εξελίξεις, τον πλουραλισμό των οικογενειακών μοντέλων και την αναδιαμόρφωση των έμφυλων ρόλων, ενσωματώνοντας τη διάσταση της σεξουαλικής και έμφυλης ποικιλομορφίας. Πρωτίστως, στο επίκεντρο οφείλει να παραμείνει το συμφέρον του παιδιού, που σίγουρα δεν εξυπηρετείται από την αποδοχή εκ μέρους του νομοθέτη των αμφιλεγόμενων επιστημονικά θεωριών που ιστορικά στόχο είχαν να καταδείξουν ως αβάσιμες τις μαρτυρίες παιδιών θυμάτων κακοποίησης.

Για το ΔΣ της ΕΑΝΔιΘ

Ο Πρόεδρος………………………Ο Γραμματέας

Τρασανίδης Γιάννης……………….Σαλονικίδης Παύλος