Το 2019 έχει ορισθεί από την Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων έτος αναθεώρησης του Κώδικα Δικηγόρων. Στη σχετική προεργασία, μεταξύ άλλων, τίθεται το ζήτημα της μεταβολής των όρων υπό τους οποίους γίνεται η άσκηση. Ειδικότερα, οι πτυχιούχοι της νομικής πρέπει να περάσουν 18 μήνες ως ασκούμενοι δικηγόροι και να συμμετάσχουν επιτυχώς σε πανελλαδικές εξετάσεις στο οικείο Εφετείο, προκειμένου να λάβουν την άδεια άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Στο καθεστώς αυτό, οι όροι και το αντικείμενο της εργασίας του ασκουμένου είναι στη διακριτική ευχέρεια του δικηγόρου, δίχως να προβλέπεται εκ του νόμου κατώτατος μισθός ή συγκεκριμένο ωράριο. Παράλληλα ο ασκούμενος πληρώνει ο ίδιος τις εισφορές του, σαν να είναι ελεύθερος επαγγελματίας, παρά την υπαλληλική φύση της εργασίας του. Η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων, όχι μόνο δεν θέλει να αναμετρηθεί με αυτά τα προβλήματα, αλλά αντίθετα επιδιώκει να δυσχεράνει το καθεστώς της άσκησης. Στην πρόταση που έχει κατατεθεί από την αρμόδια επιτροπή, προτείνεται η ίδρυση Σχολής Δικηγόρων και εναλλακτικά υποχρεωτικά σεμινάρια διάρκειας 80 ωρών, εικονικές δίκες, επικουρική συμμετοχή στο πρόγραμμα της Νομικής Βοήθειας, αυστηροποίηση των εξετάσεων. Υποστηρίζεται ότι το πρόβλημα είναι ότι οι ασκούμενοι, και έπειτα νέοι δικηγόροι, δεν γνωρίζουν αρκετά και ότι γι’ αυτό πρέπει να παραταθεί το διάστημα πριν την είσοδό τους στο επάγγελμα. Ωστόσο, δεν ακούγεται κουβέντα για τον εργασιακό Μεσαίωνα, στον οποίο διαβιούν καθημερινά. Γίνεται αντιληπτό πως η πρόταση αυτή στοχεύει στην απόκτηση της δικηγορικής ιδιότητας από ολοένα και λιγότερους απόφοιτους Νομικής και τη δημιουργία ενός μόνιμου στρώματος ευέλικτου εργατικού δυναμικού, αποτελούμενο από τους υπόλοιπους, εκείνους που, μέσα στην υπερεντατικοποιημένη ήδη πραγματικότητά τους, έτσι όπως διαμορφώνεται από τα εξαντλητικά ωράρια και την «επιλογή» του μεταπτυχιακού στην οποία πολλοί εξωθούνται, θα αδυνατούν να ανταπεξέλθουν σε επιπλέον πιστοποιήσεις για την απόκτηση της άδειας ασκήσεως, καθηλώνοντας τους έτσι σε μία κατάσταση «μονίμως ασκουμένων». Η κατάσταση αυτή είναι σαφές ότι συμφέρει κυρίως τα μεγάλα γραφεία και τις εταιρίες δεδομένου ότι υπό το καθεστώς αυτό της παρατεταμένης άσκησης τους εξασφαλίζεται για περισσότερο χρονικό διάστημα ευέλικτη και εξευτελιστικά φθηνή εργασία. Φυσικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επικείμενη αναθεώρηση δεν απειλεί μόνο τους ασκούμενους αλλά αντίθετα προωθεί την αναδιάρθρωση του δικηγορικού επαγγέλματος συλλήβδην. Πράγματι, σχετική εισήγηση στο Πανελλήνιο Συνέδριο των Δικηγορικών Συλλόγων προτείνει την επαγγελματική πιστοποίηση των δικηγόρων ανά τομέα ειδίκευσης κατόπιν εξετάσεων από τους κατά τόπους Δικηγορικούς Συλλόγους! Με αυτόν τον τρόπο γίνεται ακόμη πιο ψηλαφητή η προσπάθεια υπαλληλοποίησης των δικηγόρων οι οποίοι έχοντας αποκτήσει συγκεκριμένη επαγγελματική ειδίκευση δε θα μπορούν παρά να εργάζονται σε συγκεκριμένους τομείς μεγάλων δικηγορικών γραφείων αλά Αμερική. Όταν, δε, η αποκτηθείσα επαγγελματική τους ειδίκευση δε θα είναι πια ανταγωνιστική θα καλούνται να αποκτήσουν άλλη και το ατέρμονο κυνήγι προσόντων δε σταματά… Η άσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος σταδιακά θα απαντάται σε ολοένα και μικρότερο βαθμό ενώ τις συνθήκες αυτής της «μισθωτής» δικηγορίας θα έχει φροντίσει μια χαρά το καθεστώς της άσκησης να προλειάνει δεδομένης της άρρηκτης σύνδεσης μεταξύ των δύο. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, οι μικρομεσαίοι δικηγόροι που συνθλίβονται ανάμεσα στις μυλόπετρες των υψηλών φόρων και των εισφορών θα βρεθούν και αυτοί χαμένοι λόγω του ασύγκριτου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος των μεγάλων γραφείων και εταιριών που θα έχουν την άνεση να απασχολούν στρατιές ασκουμένων δικηγόρων με ελάχιστο κόστος. H αναδιάρθρωση του δικηγορικού επαγγέλματος τους αφορά εξίσου. Η προώθηση της θα οδηγεί όλο και περισσότερο στην επιλογή είτε της εξόδου από το επάγγελμα είτε της υπαλληλοποίησης. Για τον λόγο αυτό τους καλούμε και αυτούς να αγωνιστούν μαζί μας ενάντια στην επικείμενη Αναθεώρηση.