Σύμφωνα με την υπ’ αρ. 1029/8.18 (ΦΕΚ 5046 Β΄ /14-11-2020) απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας απαγορεύθηκαν «όλες οι δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις στο σύνολο της Επικράτειας (άρθρο 11 του Συντάγματος και ν. 4703/2020, Α’131) στις οποίες συμμετέχουν τέσσερα (4) ή περισσότερα άτομα» και ορίσθηκαν σχετικά διοικητικά πρόστιμα, ύψους 5.000 ευρώ για νομικά και 3.000 ευρώ για φυσικά πρόσωπα που τις διοργανώνουν και 300 ευρώ για φυσικά πρόσωπα που συμμετέχουν.
Η συγκεκριμένη κανονιστική διοικητική πράξη αιτιολογείται νομικά με την αναφορά της α. στα α. 11 και 5 του Συντάγματος (ιδίως την ερμηνευτική δήλωση του δεύτερου), β. στο α. 68 παρ. 2 της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. «Κατεπείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, τη στήριξη της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και της δημόσιας διοίκησης» (Α’ 68), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4683/2020 (Α’ 83) και γ. στην Δ1α/Γ.Π.οικ.:71342 από 06.11.2020 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων «Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από το Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020 έως και τη Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020» (Β’ 4899), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπό στοιχεία Δ1α/ ΓΠ.οικ.71608/10.11.2020 (Β’ 4946) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας και Εσωτερικών». Στην αιτιολογία της περιλαμβάνεται και αναφορά σε γνωμοδότηση της αρμόδιας Εθνικής Επιτροπής Δημόσιας Υγείας, χωρίς το περιεχόμενο αυτής να αναφέρεται ειδικά.
Ξεκινώντας αντίστροφα, παρατηρεί κανείς ότι από τη νομική βάση της εν λόγω πράξης παραλείπεται η αναφορά στο ν. 4703/2020, ο οποίος είναι ο σήμερα ισχύων εκτελεστικός του α. 11 του Συντάγματος νόμος. Η παράλειψή του δεν είναι τυχαία. Σύμφωνα με το α. 7 παρ. 1 αυτού, είναι εφικτή η απαγόρευση δημόσιας συνάθροισης του α. 11 του Συντάγματος αν «α) επαπειλείται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, λόγω ιδιαιτέρως πιθανής διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων, ιδίως, κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ιδιοκτησίας και της πολιτειακής εξουσίας ή, β) απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής σε ορισμένη περιοχή ή γ) πρόκειται για δημόσια υπαίθρια συνάθροιση ο σκοπός της οποίας αντιτίθεται προς τον σκοπό ήδη προγραμματισμένης γνωστοποιηθείσας κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3 και μη απαγορευθείσας συνάθροισης που πραγματοποιείται ή βρίσκεται σε εξέλιξη στην ίδια περιοχή ή εγγύς της ίδιας περιοχής και κατά το αυτό χρονικό διάστημα». Οι αναφερόμενοι σε αυτό λόγοι είναι περιοριστικά απαριθμούμενοι, όπως προκύπτει τόσο από την γραμματική ερμηνεία της διατύπωσης όσο ασφαλώς και από το σύνολο της συνταγματικής θεωρίας, με βάση την οποία τα συνταγματικά δικαιώματα, υπό το πρίσμα των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας (α. 1 παρ. 3 Σ.) και της αξίας του ανθρώπου (α. 2 παρ. 1 Σ.), είναι «αυτοσκοποί» του κράτους και οι περιορισμοί τους αποτελούν εξαιρέσεις, ερμηνευόμενες στενά, όπως ασφαλώς επιτάσσεται από την «αρχή της ελευθερίας». Εύλογα επομένως, ο συγκεκριμένος εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος δεν παρέχει στα αστυνομικά όργανα την αρμοδιότητα απαγόρευσης συνάθροισης του α. 11 Σ. για λόγους «προστασίας της δημόσιας υγείας» και αναμενόμενα δεν περιλαμβάνεται στην αιτιολόγηση της κρίσιμης πράξης. Όχι όμως και ορθά. Διότι ως εκτελεστικός της κρίσιμης συνταγματικής διάταξης νόμος, έχει, αν μη τι άλλο, ερμηνευτική αξία ως προς την έννοια της «δημόσιας ασφάλειας». Ερμηνευτική αξία έχει και η εξαίρεση του ίδιου νόμου των συγκεντρώσεων της Πρωτομαγιάς και της 17η Νοέμβρη από τις προϋποθέσεις γνωστοποίησης στην αρχή, σε συμφωνία με την ειδική βαρύτητα και παιδαγωγικό χαρακτήρα που έχουν αυτές σε κοινωνικό και πολιτειακό επίπεδο. Περαιτέρω, από μια απλή ανάγνωση της υπ’ αρ. Δ1α/Γ.Π.οικ.:71342 από 06.11.2020 ΚΥΑ προκύπτει ότι κακώς περιλαμβάνεται στην αιτιολογία της συγκεκριμένης κανονιστικής πράξης. Σύμφωνα με το α. 1 αυτής και τους περιλαμβανόμενους σε αυτό πίνακες, οι δημόσιες συναθροίσεις απαγορεύονται γενικά και καθολικά, για το χρονικό διάστημα της ισχύος της («αναστολή»). Το ίδιο όμως άρθρο στο ίδιο σημείο ρητά εξαιρεί από την απαγόρευση («αναστολή») τις συγκεντρώσεις που προστατεύονται από το α. 11 του Συντάγματος (και του ν. 4703/20). Κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη ΚΥΑ ουδόλως αφορά τις προγραμματιζόμενες συγκεντρώσεις για την επέτειο της 17 Νοέμβρη, οι οποίες έχουν χαρακτήρα συνάθροισης αμιγώς υποκείμενο στην έννοια του α. 11 του Συντάγματος, όπως θα αναλυθεί και περαιτέρω. Πάντως, η χρήση της νομικής έννοιας «αναστολή» στο σύνολο των λοιπών πληττόμενων δικαιωμάτων, έχει επίσης ερμηνευτική αξία.Τελικώς, όλη η νομική βάση της κρίσιμης κανονιστικής πράξης του αρχηγού της ΕΛΑΣ περιορίζεται στην εξουσιοδοτική αυτής διάταξη του α. 68 παρ. 2 της από 20.3.2020 Π.Ν.Π. σύμφωνα με την οποία «Για επιτακτικούς λόγους αντιμετώπισης σοβαρού κινδύνου δημόσιας υγείας που συνίστανται στη μείωση του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, είναι δυνατόν, με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας μετά από γνώμη της Εθνικής Επιτροπής προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, να επιβάλλεται, για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, σε όλη την Επικράτεια ή σε ορισμένη μόνο περιοχή, απαγόρευση δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων, στις οποίες συμμετέχει ένας ελάχιστος αριθμός ατόμων. Με την ίδια απόφαση μπορούν να προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα σε περίπτωση παραβίασης της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου, υπό την επιφύλαξη της εφαρμογής άλλων κυρώσεων που προκύπτουν από την κείμενη νομοθεσία». Η διάταξη θέτει έναν σκοπό στηριζόμενο στην αντιμετώπιση μιας πραγματικής κατάστασης και μια διαδικαστική προϋπόθεση, η οποία έγκειται στην διαπίστωση της συνδρομής της πραγματικής κατάστασης από την Εθνική Επιτροπή Δημόσιας Υγείας δια γνωμοδότησης. Παρακάμπτοντας χάριν συντομίας το γεγονός ότι η σχετική γνωμοδότηση, αν και αναφέρεται στο σώμα της αστυνομικής διαταγής, δεν περιλαμβάνεται ούτε έχει δημοσιευθεί αλλού, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο έλεγχος της νομιμότητας της σχετικής πράξης ως προς τον ουσιώδη αυτό τύπο κατά παράβαση των σχετικών διαδικαστικών δικαιωμάτων, απαιτείται έλεγχος της εξουσιοδοτικής διάταξης σε σχέση με το συνταγματικό πλαίσιο, το οποίο (εν μέρει έστω) και η ίδια θέτει. Κατ’ αρχάς, το αναφερόμενο α. 5 του Συντάγματος, αφορά το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας, το οποίο διαφοροποιείται ως προς εκείνο του συνέρχεσθαι του α. 11 αυτού, ως γενικότερο. Ασφαλώς, η μονότονα επαναλαμβανόμενη σε όλες τις έκτακτες νομικές ρυθμίσεις του τελευταίου εξαμήνου (και στην συγκεκριμένη) αναφορά στην ερμηνευτική δήλωση του α. 5 είναι απολύτως εσφαλμένη, ως contra legem. Η ερμηνευτική αυτή δήλωση αναφέρεται αποκλειστικά στην παράγραφο 4 του συγκεκριμένου άρθρου, σύμφωνα με την οποία απαγορεύονται ατομικά διοικητικά μέτρα περιορισμού της ελεύθερης κίνησης ή εγκατάστασης στην χώρα, εκτός αν έχουν διαταχθεί ως ποινές για τέλεση αδικημάτων ή ως προληπτικά μέτρα για την τέλεσή τους, από τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια. Η ερμηνευτική δήλωση, εξαιρεί από την απαγόρευση (άρα επιτρέπει) την λήψη τέτοιων μέτρων για την «προστασία της δημόσιας υγείας ή της υγείας ασθενών». Πράγματι επομένως επιτρέπεται η κατ’ εξαίρεση επιβολή περιορισμών κατά την έννοια της παρ. 4 του α. 5 Σ. στο δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας που περιγράφεται στις παρ. 1-3 του ίδιου άρθρου. Οι περιορισμοί όμως που αναφέρει το α. 5 παρ. 4 Σ. είναι ατομικοί. Σε πλήρη αντίθεση με την εξεταζόμενη πράξη (αλλά και άλλες που αφορούν ευθέως το α. 5 Σ., όπως η ελεύθερη μετακίνηση) η οποία είναι κανονιστική, έχει γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα και διαλαμβάνει το σύνολο των πολιτών και της επικράτειας.
Απομένει μόνο το α. 11 του Συντάγματος, όπου κατοχυρώνεται το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ή, για την ακρίβεια, η δυνατότητα περιορισμού του. Ασφαλώς, η συνάθροιση κατά την έννοια του άρθρου αυτού είναι εκείνη που πραγματοποιείται σκοπίμως και για την συλλογική έκφραση άποψης επί οποιουδήποτε ζητήματος. Περαιτέρω, το συγκεκριμένο δικαίωμα χαρακτηρίζεται από σύσσωμη την θεωρία ως ταυτόχρονα ατομικό (όπως πχ το δικαίωμα της προσωπικής ελευθερίας του α. 5 Σ. κα) αλλά και συλλογικής δράσης, υπό την έννοια του α. 25 παρ. 1 Σ. (όπως πχ το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι του α. 12 Σ. κα). Είναι δε και δικαίωμα με έντονο πολιτικό χαρακτήρα, εγγυώμενο την δυνατότητα δημόσιας και άμεσης έκφρασης του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στον σχηματισμό της κρατικής βούλησης. Ασφαλώς, περιορισμοί του δικαιώματος δεν αποκλείονται, υπό τους όρους και προϋποθέσεις που θέτει το σύνταγμα. Κατ’ αρχάς, το ίδιο το κείμενο του άρθρου θέτει την προϋπόθεση της συνάθροισης «ήσυχα και χωρίς όπλα». Περαιτέρω, κατ’ εξαίρεση είναι εφικτή η απαγόρευση συνάθροισης τέτοιου τύπου, υπό τους όρους του α. 11 παρ. 2 Σ. Εκεί αφενός προβλέπονται, ως ειδικοί περιορισμοί του δικαιώματος, η απαγόρευση συναθροίσεων με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής «γενικά» εφόσον επίκειται «σοβαρός κίνδυνος δημόσιας ασφάλειας», αφετέρου, σε «ορισμένη περιοχή» εφόσον απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Εν προκειμένω, επιλέγεται η αιτιολόγηση της συγκεκριμένης πράξης βάσει της πρώτης εκ των δύο υποπεριπτώσεων.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις το Σύνταγμα επιφυλάσσεται υπέρ του νόμου, ο οποίος εν προκειμένω είναι, όπως αναφέρθηκε, ο (μεταγενέστερος της κρίσιμης εξουσιοδοτικής διάταξης της ΠΝΠ) ν. 4703/2020, ερμηνεύοντας και την αντίστοιχη συνταγματική διάταξη, ιδίως την αόριστη έννοια αυτής, την «δημόσια ασφάλεια». Η ερμηνεία που πραγματοποιεί ο εκτελεστικός νόμος ως προς αυτό, δύναται να χαρακτηρισθεί ως «γνήσια». Είναι δε και σύμφωνη με την πάγια ερμηνεία της από τη νομολογία, ότι δηλαδή η δημόσια ασφάλεια αφορά στην προστασία κεντρικής σημασίας έννομων αγαθών (πχ ζωή, ελευθερία, ιδιοκτησία) από απειλούμενες ποινικές πράξεις. Ακόμα πάντως και αν υποθέσουμε ότι δεδομένων των διαστάσεων της πανδημίας και του πρωτοφανούς (;) της χαρακτήρα η ερμηνευτική ένταξη αυτής στην έννοια της δημόσιας ασφάλειας είναι εφικτή, τα προβλήματα συνεχίζουν.
Η «γενική» απαγόρευση δεν αναφέρεται βέβαια στο σύνολο των πιθανών συγκεντρώσεων, αλλά στην κατά γενικό τρόπο απαγόρευση της συγκεκριμένης συνάθροισης που απειλεί να διαταράξει την δημόσια ασφάλεια, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα επρόκειτο για επί της ουσίας αναστολή ισχύος της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης. Βέβαια εν προκειμένω, αφενός η επιβολή γενικής απαγόρευσης που επιβάλλεται στο σύνολο της επικράτειας και αφετέρου η αιτιολόγηση αυτής με ερμηνεία της «δημόσιας ασφάλειας», με διαφορετικό τρόπο όμως από τον πάγιο της νομολογίας και τον γνήσιο του εκτελεστικού νόμου, θέτει την όλη πράξη εκτός του ρυθμιστικού πεδίου των ειδικών περιορισμών του α. 11 παρ. 2 του Συντάγματος. Αντίθετα, η γενική, καθολική και στο σύνολο της επικράτειας επιβαλλόμενη απαγόρευση συναθροίσεων του α. 11 Σ., έστω για ορισμένο χρονικό διάστημα, αποτελεί, κατ’ ελάχιστο, πλήρη αναστολή του, αφού η άσκησή του σήμερα καθίσταται απολύτως ανέφικτη (η δυνατότητα συνάθροισης ανά τριάδες, προφανώς δεν υπηρετεί τον χαρακτήρα του δικαιώματος ως συλλογικής δράσης) για το διάστημα αυτό. Δεδομένου δε ότι η άσκηση ενός κοινωνικού δικαιώματος πολιτικού χαρακτήρα σχετίζεται συχνά με τον χρόνο, ήτοι την δημόσια διατύπωση ενός αιτήματος τώρα, ώστε να επιτευχθούν αποτελέσματα στο αμέσως επόμενο διάστημα (πχ μια διαμαρτυρία του προσωπικού ενός νοσοκομείο για ελλείψεις αναγκαίων προμηθειών για την αντιμετώπιση υπέρμετρων κρουσμάτων COVID – 19 με σκοπό την άμεση ευαισθητοποίηση και υλική ενίσχυση από την κυβέρνηση και την κοινωνία ή η διαμαρτυρία κλάδου εργαζομένων για μη ένταξή τους σε πληττόμενες από την πανδημία ομάδες με επακόλουθο αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τους από τις έκτακτες οικονομικές ενισχύσεις), η αναστολή δύναται να ταυτιστεί με πλήρη ακύρωση (αφού το σχετικό αίτημα πρέπει να διατυπωθεί δημόσια αμέσως, χάνοντας το νόημά του μετά το τέλος της πανδημίας). Αναστολή δικαιωμάτων όμως είναι εφικτή μόνο με απόφαση της αποκλειστικά αρμόδιας Βουλής υπό τους όρους του α. 48 παρ. 1 του Συντάγματος (κατάσταση πολιορκίας), το οποίο βέβαια απαιτεί επιστράτευση ή πόλεμο ή απειλή της εθνικής ασφάλειας, υπό την έννοια ενεργούς ένοπλης σύγκρουσης, τα οποία ασφαλώς δεν συντρέχουν εν προκειμένω. Η απόλυτη επομένως αδυναμία άσκησης του συγκεκριμένου δικαιώματος, χωρίς να πληρούνται ούτε οι ειδικοί περιορισμοί που αυτό προβλέπει ούτε οι όροι της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα αναστολής του, θίγει τον πυρήνα αυτού, κατά τρόπο που βρίσκεται εκτός των ορίων του συνταγματικού πλαισίου. Κατά συνέπεια, ακόμα και η εφαρμογή των κριτηρίων, που συχνά αναπαράγονται στον δημόσιο λόγο, όπως εκείνων των α. 25 παρ. 4 του Συντάγματος ή του γενικού συμφέροντος ή ακόμα και της στάθμισης με τα δικαιώματα της υγείας (21 παρ. 3 Σ.) ή της ζωής (5 παρ. 2 Σ.) υπό τους όρους της αρχής της αναλογικότητας, δεν δύνανται να εφαρμοστούν κατ’ αυτόν τον τρόπο αναίρεσης, αναστολής ή πάντως με οποιοδήποτε τρόπο παραβίασης του πυρήνα του δικαιώματος του συνέρχεσθαι. Κατά συνέπεια, η εξουσιοδοτική διάταξη της ΠΝΠ και, συνεπώς, η εξ αυτής εκδοθείσα από τον αρχηγό της ΕΛΑΣ κανονιστική, έρχονται σε αντίθεση με τον πυρήνα του α. 11 του Συντάγματος.
Ακόμα βέβαια και αν επιχειρούνταν η στάθμιση υπό τα κριτήρια αυτά, θα ήταν ιδιαίτερα προβληματική. Δεδομένου ότι κανένα δικαίωμα δεν υπερέχει αυτονοήτως των λοιπών και πάντα με άξονα την αρχές που το ίδιο το Σύνταγμα θέτει (λαϊκή κυριαρχία, αξία του ανθρώπου), οποιαδήποτε στάθμιση πρέπει να πληροί τα γνωστά συγκεκριμένα κριτήρια, πέραν του ήδη αναφερθέντος απαραβίαστου πυρήνα του δικαιώματος, της καταλληλότητας, αναγκαιότητας και αναλογικότητας. Εφόσον υποτεθεί ότι πράγματι σκοπός του (κανονιστικού εν προκειμένου) νομοθέτη ήταν η αποφυγή του συνωστισμού, ο οποίος οδηγεί σε διάδοση του ιού SARS – COV – 2, δεν προκύπτει ότι υπηρετείται επαρκώς από τις συγκεκριμένες διατάξεις. Η αστυνομική διάταξη ορίζει τον αριθμό των συγκεντρούμενων προσώπων (έως 3), όχι όμως και την έκταση του χώρου στον οποίο αυτά βρίσκονται (πυκνότητα), με αποτέλεσμα να μην πληροί το κριτήριο της προσφορότητας για την αποφυγή του συνωστισμού. Μάλιστα, αν και είναι προφανές ότι η διάδοση του ιού μεταξύ προσώπων που συγκεντρώνονται σε ανοικτό χώρο είναι μικρότερη (λόγω φυσικού αερισμού κλπ) απ’ ότι σε κλειστό, την ίδια περίοδο προβλέπεται ότι στις κλειστές δικαστικές αίθουσες δύνανται να παραβρίσκονται έως 15 άτομα. Παράλληλα, κατά την ίδια περίοδο, επιτρέπεται η λειτουργία των επίσης κλειστών σούπερ μάρκετ με κοινό έως 4 ατόμων / 100 τμ, πλέον 1 ενός ακόμα ανά 10 τμ περαιτέρω χώρου, η κυκλοφορία μέσων μεταφοράς με πληρότητα έως 65%, ενώ σχετικοί περιορισμοί δεν αναφέρονται για τις μονάδες παραγωγής, το χονδρικό εμπόριο και της δημόσιες υπηρεσίες, όπου αρκεί η τήρηση απόστασης τουλάχιστον 1,5 μέτρου. Το σύνολο των μέτρων αυτών έχουν κριθεί επαρκή και αποτελεσματικά, εγγυώμενα παράλληλα και την επαρκή τήρηση των αντίστοιχων δικαιωμάτων (εργασία, οικονομική ελευθερία, αναφέρεσθαι, δίκαιη δίκη κλπ). Η αντίθεση μεταξύ αυτού και των υπολοίπων περιοριστικών μέτρων που λαμβάνονται για τον ίδιο σκοπό γεννά αμφιβολίες και για την αναγκαιότητά της, υπό την έννοια της ύπαρξης δυνατότητας ρύθμισης του ίδιου ζητήματος με λιγότερο επαχθή τρόπο (πχ δυνατότητα παρουσίας περισσότερων ατόμων με τήρηση μεγαλύτερων αποστάσεων, όπως στα λοιπά μέτρα). Συγχρόνως, αμφισβητεί κανείς και την αναγκαιότητα του συγκεκριμένου μέτρου, δεδομένου ότι ισχύει μόνο για το διάστημα μεταξύ 15 και 18 Νοεμβρίου, ενώ το σύνολο των υπολοίπων μέτρων έχουν ληφθεί για το διάστημα 7 έως και 30 Νοεμβρίου. Μάλιστα, αν και η σχετική νομοθετική πρόβλεψη υφίσταται από τις 20-3-2020, εν μέσω του πρώτου, πολύ αυστηρότερου από το σημερινό, lockdown, σχετική απαγορευτική διοικητική πράξη δεν εκδόθηκε. Δεν εκδόθηκε τότε, δεν εκδόθηκε στις 7-11-2020 (όταν η εκδοθείσα ΚΥΑ εξαίρεσε ρητά το δικαίωμα αυτό από τις ρυθμίσεις της) και τελικά εκδόθηκε στις 14-11-2020 με ισχύ έως τις 18 του ίδιου μήνα, ενόψει της, ιδιαίτερου συμβολισμού όπως ο νομοθέτης δέχεται (αναφερθήκαμε ήδη ως άνω), επετείου της 17 Νοέμβρη. Επομένως, είναι εφικτή η πραγματοποίηση συγκέντρωσης με τον ίδιο σκοπό από μερικές χιλιάδες άτομα, χωρίς κανένα όρο (αποστάσεις κλπ), απλώς με δύο ημέρες καθυστέρηση. Κατά συνέπεια, ακόμα και στην στάθμιση του συγκεκριμένου μέτρου με άλλα δικαιώματα, προκύπτουν σοβαρά προβλήματα. Άλλωστε, είναι πρόσφατη η εμπειρία πραγματοποίησης συγκεντρώσεων όπου τηρήθηκε το σύνολο των υγειονομικών μέτρων, με το σύνολο της πολιτικής ηγεσίας και των υγειονομικών αρχών να επικροτούν. Αντίθετα δε, δεν υπάρχει κανένα νόημα αναφοράς σε άλλα γενικότερα μέτρα (πχ έγκαιρη και επαρκή προετοιμασία του ΕΣΥ, προληπτικά τεστ, στοχευμένα μέτρα για ευάλωτους κλπ) τα οποία την Άνοιξη είχαν παρουσιαστεί ως αδύνατα ελλείψει χρόνου δικαιολογώντας ορισμένους υπέρμετρους περιορισμούς, αφού ήδη το «κατεπείγον» έχει παρέλθει μαζί με την πάροδο έξι και πλέον μηνών.
Η παρούσα σκοπίμως δεν αναφέρεται σε επιχειρήματα που εμπλέκουν την ΕΣΔΑ, ελπίζοντας στην δικαιολόγηση του μέτρου με βάση την ρήτρα των συγκεκριμένων ρυθμίσεων του διεθνούς δικαίου που δικαιολογεί την αναστολή δικαιωμάτων για λόγους που άπτονται της δημόσιας υγείας. Κατ’ αρχήν, η σχετική δυνατότητα της ΕΣΔΑ απαιτεί προηγούμενη δήλωση του κράτους που επιθυμεί την αναστολή, σύμφωνα με το α. 15 αυτής, η οποία εν προκειμένω ουδέποτε έγινε. Η ΕΣΔΑ δε, στηρίζεται στην αρχή της επικουρικότητας, την στιγμή που το ελληνικό Σύνταγμα παρέχει πληρέστερο πλαίσιο προστασίας των κρίσιμων δικαιωμάτων. Ούτε βέβαια απαιτείται επεξήγηση του γεγονότος ότι οι συνταγματικές διατάξεις δεν αλλάζουν ούτε πολύ περισσότερο αναστέλλονται με βάση τις εκάστοτε συνθήκες. Όπου το Σύνταγμα ήθελε την εξαιρετικά επιλεκτική εφαρμογή του, το προέβλεψε ρητά (α. 48 παρ. 1 Σ. – κατάσταση πολιορκίας) και με συγκεκριμένους όρους. Εύλογα. Διότι σε αντίθεση περίπτωση θα ήταν δυνατή η κατά το δοκούν τροποποίησή του με απλή επίκληση ορισμένου ή αόριστου «μείζονος κινδύνου». Ακόμα και αν δεχθεί κανείς ότι η ερμηνεία των ίδιων διατάξεων δύναται να μεταβάλλεται αναλόγως των συνθηκών ή να εξελίσσεται σταδιακά, ο πυρήνας αυτών παραμένει απαραβίαστος, κάτι το οποίο ασφαλώς δεν συμβαίνει εν προκειμένω.
Αντί επιλόγου, αξίζει να σημειωθεί ότι η ως άνω ρύθμιση (ή για την ακρίβεια, αναστολή) του δικαιώματος του α. 11 Σ., δικαιώματος με έντονο πολιτικό χαρακτήρα, όπως αναλύθηκε, έρχεται σε μια περίοδο όπου η εκτελεστική εξουσία ενισχύεται υπέρμετρα, σε βάρος των κοινοβουλευτικών διαδικασιών και της υπολειτουργούσας Δικαιοσύνης. Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι ακόμα και η κρίσιμη εξουσιοδοτική διάταξη της, είναι αποτέλεσμα Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου και όχι κοινοβουλευτικής διαδικασίας συνεπαγόμενης, ελέγχων και σταθμίσεων δια του διαλόγου και της πολιτικής αντιπαράθεσης. Με απλά λόγια, η «στάθμιση» των δικαιωμάτων του συνέρχεσθαι, της υγείας και της ζωής, ουδέποτε έγινε από το μόνο αρμόδιο όργανο, το Κοινοβούλιο (άρα τον κυρίαρχο λαό δια των πληρεξουσίων του). Το δε γεγονός ότι εν συνεχεία κυρώθηκε από την Βουλή, όπως ήταν αναγκαίο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ουδέποτε διήλθε την βάσανο της εξέτασης και επεξεργασίας από τις κρίσιμες κοινοβουλευτικές επιτροπές και την αναγκαία δημοσιότητα σε επίπεδο εθνικού πολιτικού διαλόγου. Ακόμα και αν η τυπική νομιμότητα αυτής (και όχι μόνο) της διάταξης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, η ουσιαστική νομιμοποίησή της πάσχει. Ιδίως δε αν ληφθεί υπόψη ότι η στάθμιση των συνταγματικών δικαιωμάτων σε μια δημοκρατική πολιτεία είναι αποτέλεσμα πρωτίστως πολιτικών επιλογών, οι οποίες πολιτικά κρίνονται, και δευτερευόντως, μόνο εφόσον εκφεύγουν των ακραίων ορίων του συνταγματικού πλαισίου, νομικής – δικαστικής κρίσης. Η γενική έλλειψη του ουσιαστικού πολιτικού διαλόγου και η ξαφνική υπαναχώρηση της (πλειονότητας) της νομικής θεωρίας κατά την τελευταία περίοδο, υπό το κράτος του φόβου της πανδημίας και της «ενότητας» απέναντί της, δυστυχώς δημιουργεί ένα γενικό πλαίσιο απουσίας ελέγχου και ισορροπιών, το οποίο με την σειρά του θέτει εν αμφιβόλω την ίδια την δικαιοκρατική, δημοκρατική και φιλελεύθερη μορφή του κράτους και της κοινωνίας. Ως αντίβαρο στην εξέλιξη αυτή, αλλά και σε κάθε πολιτική επιλογή (οικονομικά αντίβαρα στις συνέπειες της πανδημίας, προστασία εργασίας, έκτακτες ενισχύσεις κλπ) θα εδύνατο να λειτουργήσει το αμεσοδημοκρατικό δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Υπό την έννοια αυτή, η απαγόρευση εορτασμού της επετείου δεν έχει απλώς συμβολικό, αλλά απολύτως ουσιαστικό χαρακτήρα.
Θεσσαλονίκη 16-11-2020
Μιχάλης Μήττας, Δικηγόρος παρ’ Εφέταις,
Υπ. Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης Νομικής ΑΠΘ
Μέλος ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης