Ιδανικός σκοπός μιας ευνομούμενης κοινωνίας είναι το Σύνταγμα και οι ελευθερίες που αυτό θεσπίζει να αποτελούν το θεμέλιο κράτους και να διέπουν κάθε πτυχή της κοινωνίας και της οικονομίας. Η ιστορία της Ελλάδας έχει να επιδείξει λαμπρό παρελθόν στο ζήτημα αυτό, με τα ελληνικά Συντάγματα να πρωτοπορούν σε σημαντικά θέματα όπως αυτό που ψηφίστηκε το 1864 και καθιέρωσε για πρώτη φορά στον κόσμο την καθολική ψηφοφορία (των ανδρών)[1]. Το φωτεινό αυτό κομμάτι της ιστορίας μας επισκιαζόταν συχνά από την ανικανότητα της εκτελεστικής εξουσίας για την εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών, κάτι που δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει πάρει τη μορφή της καταφανούς παραβίασης του Συντάγματος στο βωμό του χιλιοχρησιμοποιημένου Δημοσίου Συμφέροντος. Περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων αποτελούν βεβαίως και η αρχή της αναλογικότητας, η απαγόρευση της καταχρηστικής τους άσκησης ή τυχόν επιφύλαξη υπέρ του νόμου, αλλά το δημόσιο συμφέρον ως ο πιο αόριστος περιορισμός και ελλείψει κανόνων που τον εξειδικεύουν, έχει οδηγήσει νομολογία και νομοθεσία στη δημιουργία ενός «υπερσυντάγματος», με την έννοια ότι εάν ένας κανόνας δικαίου εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον δεν απαιτείται περαιτέρω εξερεύνηση αντισυνταγματικότητάς του, αλλά θεωρείται ότι τηρεί την αρχή της νομιμότητας[2].
Και επειδή υπό τις σημερινές (παγκόσμιες) συνθήκες «τα πάντα είναι οικονομία», η οικονομική ελευθερία δεν έμεινε ανεπηρέαστη από τη δυσμενή συγκυρία στην οποία έχει περιέλθει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Η γενική οικονομική ελευθερία θεσπίζεται στο αρ. 5 παρ. 1 του Σ. παρέχοντας το δικαίωμα στον καθένα να συμμετέχει στην οικονομική ζωή της Χώρας. Το δικαίωμα αυτό συγκεκριμενοποιείται στο αρ. 106, όπου και περιορίζεται τόσο σε σχέση με την ελευθερία και αξιοπρέπεια των υπολοίπων (παρ.2), όσο και προς το σκοπό της προστασίας του γενικού συμφέροντος και της εθνικής οικονομίας (παρ. 1). Ειδικότερες διατάξεις του παραπάνω άρθρου αποτελούν το αρ. 22 παρ. 1 περί ελευθερίας της εργασίας αλλά και το αρ. 17 περί του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, όπου ορίζεται ότι «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους» (παρ. 1). Τί αποτελεί όμως ιδιοκτησία σήμερα; Στην Ε’ Αναθεωρητική Βουλή, επικρατούσα γνώμη –αν όχι ομόφωνη- ήταν ότι ιδιοκτησία αποτελούσαν μόνο τα ακίνητα και τα εμπράγματα δικαιώματα επ’ αυτών. Η άποψη αυτή, την εποχή των αγροτών και των ακτημόνων εξυπηρετούσε πλήρως το σκοπό της θεσπιζόμενης συνταγματικής διάταξης. Η εποχή όμως άλλαξε και μια τέτοια συντηρητική ερμηνεία θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνη για το μέσο πολίτη. Έτσι, η περιουσία για πολλούς πλέον δε μεταφράζεται σε κατοχή ακινήτων αλλά σε τραπεζικές καταθέσεις ή άλλα ενοχικά δικαιώματα. Και αν αυτά εξαιρεθούν από την έννοια της ιδιοκτησίας, σημαίνει αλήθεια ότι παραμένουν απροστάτευτα από μια κρατική ιδιοποίηση και μάλιστα χωρίς καταβολή αποζημίωσης; Εξάλλου, η πιστή μετάφραση του αρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. χρησιμοποιεί τον όρο «περιουσία», κάτι που ενισχύει το επιχείρημα υπέρ της συμπερίληψης των ενοχικών δικαιωμάτων στην προστασία του αρ. 17 του Σ[3]. Ορθότερη και κοινωνικά επιβεβλημένη μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στο οικονομικό ζήτημα της Ελλάδας, φαίνεται η άποψη που ακολουθείται και από τη νομολογία τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με την οποία στην έννοια της ιδιοκτησίας περιλαμβάνονται εκτός από τα εμπράγματα και τα ενοχικά δικαιώματα και γενικώς, όλα τα «οικονομικώς αποτιμητά δικαιώματα» κατά τον ορισμό του Π.Δ. Δαγτόγλου. Οι μορφές τέλος που λαμβάνει η ελευθερία στην ιδιοκτησία είναι σύμφωνα με τη διάκριση του Π.Δ. Δαγτόγλου (Ατομικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2012, σελ. 710-715) είναι το δικαίωμα διατήρησης, μεταποίησης, απόλαυσης, διαθέσεως και αποκτήσεως της ιδιοκτησίας. Το κράτος είναι υποχρεωμένο να σέβεται και να προστατεύει θετικά κάθε μία από τις ανωτέρω πτυχές.
Την προστασία του δικαιώματος στην ιδιοκτησία όμως έχει μετριάσει πολλές φορές το συχνά ασυνειδήτως χρησιμοποιούμενο «δημόσιο συμφέρον». Είναι αλήθεια ότι η οικονομική και κοινωνική κρίση που ταλαιπωρεί τη χώρα μας την τελευταία δεκαετία απαιτεί τη λήψη επώδυνων μέτρων προς αντιμετώπισή της. Είναι επίσης αλήθεια ότι στην προσπάθειά τους οι κυβερνήσεις να βρουν λύση και κάτω από την πίεση των εταίρων- δανειστών υποπίπτουν στην έκδοση πράξεων και νόμων αμφιβόλου συνταγματικότητας. Όσον αφορά συγκεκριμένα στην προάσπιση της ελευθερίας στην ιδιοκτησία, αυτή δέχεται συνεχή πλήγματα, με πιο πρόσφατο την επιβολή των capital controls. Στις 28 Ιουνίου 2015 δημοσιεύτηκε στο Φ.Ε.Κ. η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου περί «Τραπεζικής αργίας βραχείας διάρκειας» (ΦΕΚ Α’ 65) προς αντιμετώπιση της επαπειλούμενης ολικής έλλειψης ρευστότητας μετά τη μη εκταμίευση της τότε δόσης δανείου προς την Ελλάδα από τους ευρωπαίους εταίρους. Οι τράπεζες παρέμειναν κλειστές για μικρό χρονικό διάστημα και τέθηκε το ημερήσιο όριο ανάληψης χρημάτων από τα ΑΤΜ των εξήντα ευρώ.[4] Σχεδόν ένα μήνα αργότερα έληξε η τραπεζική αργία με τη δημοσίευση της νέας Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου: «Επείγουσες ρυθμίσεις για τη θέσπιση περιορισμών στην ανάληψη μετρητών και τη μεταφορά κεφαλαίων και τις τροποποιήσεις των νόμων 4063/2012, 4172/2013, 4331/2015 και 4334/2015», η οποία ισχύει μέχρι σήμερα δεχόμενη συνεχώς τροποποιήσεις προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσης των περιορισμών. Το όριο αναλήψεων μεταβλήθηκε στα τετρακόσια είκοσι ευρώ εβδομαδιαίως και οι τράπεζες άρχισαν να επαναλειτουργούν.[5] Παρ’ όλα αυτά απαγορεύσεις εξακολουθούν να ισχύουν, όπως εκείνη του ανοίγματος νέων τραπεζικών λογαριασμών[6] και μεταφοράς χρημάτων στο εξωτερικό[7]. Σε μια δύσκολη στιγμή για τη χώρα είδαμε επομένως, ότι ο νομοθέτης αξιοποίησε τον περιορισμό του γενικού συμφέροντος του άρθρου 106 παρ.1 του Συντάγματος, στερώντας από τους πολίτες την ελευθερία διάθεσης των τραπεζικών τους υπολοίπων κατά το δοκούν. Το τραπεζικό υπόλοιπό τους δεν μπορεί να τους εξυπηρετήσει όντως απλώς λογιστικό, αν και πολλές επιχειρήσεις και δημόσιοι οργανισμοί ανέπτυξαν υπό την πίεση αυτήν, σύστημα πληρωμών και εξόφλησης λογαριασμών μέσω e-banking. Ως αποτέλεσμα, χάνεται η ουσία της ιδιοκτησίας ως μη αξιοποιήσιμη.
Τέλος, προφανή καταπάτηση του Συντάγματος θα αποτελούσε το κούρεμα των καταθέσεων, για το οποίο πολύς λόγος έχει γίνει τελευταία. Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όταν μια Α.Ε. έχει ανάγκη χρηματοδότησης και αδυνατεί να ενισχυθεί με ίδια κεφάλαια όπως με αύξηση κεφαλαίου, ή με αλλότρια όπως με δάνεια από τρίτους πιστωτές, τότε της παρέχεται η δυνατότητα της ενδιάμεσης χρηματοδότησης, η οποία κινείται στο χώρο ανάμεσα σε αύξηση κεφαλαίου και σε σύναψη δανείου[8]. Πρόκειται για την έκδοση μετατρέψιμων ομολογιών. Ο ομολογιούχος δανειστής μπορεί να ζητήσει την μετατροπή των ομολογιών του σε μετοχές, αν κρίνει ότι η εταιρία έχει ανακάμψει[9]. Οι τράπεζες, τελούσες υπό τη νομική μορφή των ανωνύμων εταιριών στη συντριπτική πλειοψηφία τους στην Ελλάδα, έχουν τις προαναφερόμενες δυνατότητες χρηματοδότησης προσαρμοσμένες βέβαια στις ιδιαιτερότητές τους ως πιστωτικά ιδρύματα. Έτσι λόγω των αυξημένων τους αναγκών για ταμειακά διαθέσιμα προκειμένου να εκτελούν τις συναλλαγές τους, της αδυναμίας πτώχευσής τους και κυρίως λόγω της υπαγωγής τους στους κανόνες που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, είναι αναγκασμένες να διαθέτουν υψηλό κεφάλαιο. Γι’ αυτό, σε περίπτωση δυσμενούς οικονομικής τους κατάστασης, ξεκινάει η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησής τους. Δύο συστήματα υπάρχουν: το bail in και το bail out. Το τελευταίο επιλέχθηκε στην περίπτωση των ελληνικών τραπεζών, με το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) να αναλαμβάνει ομόλογα και να τα διοχετεύει στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) το 2012[10]. Το αντίθετο σύστημα της εσωτερικής ενίσχυσης (bail in) είναι αυτό που σε περίπτωση που επιλεγεί στο μέλλον – καθώς η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί- ελλοχεύει τον κίνδυνο κουρέματος των καταθέσεων των πολιτών ως έσχατη λύση. Σε μια τέτοια περίπτωση προβλέπεται ότι πρώτα θα αξιοποιηθούν τα χρήματα των μετόχων, μετά των ομολογιούχων δανειστών και στη συνέχεια των καταθετών για λογαριασμούς άνω των 100.000 ευρώ. Και για να επανέλθουμε στο ζήτημα της συνταγματικότητας αυτού του μέτρου, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι το κούρεμα των καταθέσεων προβλέπεται ως διαδικασία από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, επομένως η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να το εφαρμόσει ακόμα και αν παραβιάζονται διατάξεις του εγχώριου Συντάγματος. Παρ’ όλα αυτά, μια τέτοια εξέλιξη θα καταπατούσε κάθε μορφή οικονομικής ελευθερίας. Το κράτος θα ιδιοποιούνταν τα χρήματα των πολιτών για να «προγραμματίσει και να συντονίσει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας» (αρ. 106 παρ. 1 του Σ.). Η αοριστία και η γενικότητα αυτής της διατύπωσης και το επίσης αόριστο «γενικό συμφέρον» είναι αυτά που θα επέτρεπαν στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία την παραβίαση της οικονομικής ελευθερίας των πολιτών. Οι τελευταίοι θα στερούνταν κάθε δικαίωμα αξιοποιήσεως, διαθέσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας τους, χωρίς μάλιστα να τηρηθούν οι όροι που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα για την αναγκαστική απαλλοτρίωση.
Κι ενώ έτσι έχουν τα πράγματα, η οικονομική ύφεση στην Ελλάδα διογκώνεται χρόνο με το χρόνο και φαίνεται να μην υπάρχει πια σύντομος δρόμος διαφυγής. Η αγοραστική δύναμη των πολιτών εκμηδενίζεται και αναζητείται πράγματι μια λύση, που μόνο εύκολη δε θα είναι. Σε μια τέτοια περίοδο, είναι περισσότερο από ποτέ επιβεβλημένο να διαφυλάξουμε τις επιταγές του Συντάγματος. Αυτό είναι το θεμέλιο της κοινωνίας και διέπει ολόκληρη την έννομη τάξη. Όσο κρίσιμες κι αν είναι σήμερα οι πολιτικές αποφάσεις, δε δικαιολογούν την έκδοση αντισυνταγματικών κανόνων, που στρεβλώνουν αρχές και αξίες αιώνων. Άλλωστε, «ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό… αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην παρ. 2 του ακροτελεύτιου άρθρου του ίδιου του Συντάγματος.
*Φουντούκη Ευδοκία, Φοιτήτρια ΜΠΣ Εμπορικού Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ
[1]Αναστασιάδης, Γ., (2001). Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδας 1821- 1941. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα. Σελ 77 επ.
[2]Δαγτόγλου, Π.Δ., (2012- Δ’ Έκδοση). Ατομικά Δικαιώματα. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα. Σελ. 119-126.
[3] Δαγτόγλου, ό.π., σελ. 707-710
[4] Άρθρο 1 παρ.2 περ. α’ της π.ν.π. «Τραπεζική αργία βραχείας διάρκειας».
[5] Άρθρο 1 παρ. 1 και 2 της π.ν.π. «Επείγουσες ρυθμίσεις για τη θέσπιση περιορισμών στην ανάληψη μετρητών και τη μεταφορά κεφαλαίων και τις τροποποιήσεις των νόμων 4063/2012, 4172/2013, 4331/2015 και 4334/2015».
[6] Άρθρο 1 παρ. 6 της π.ν.π., ο.π.
[7] Άρθρο 1 παρ. 4 της π.ν.π., ό.π.
[8] Αλεξανδρίδου, Ε., (2012). Δίκαιο Εμπορικών Εταιριών – Προσωπικές & Κεφαλαιουχικές Εταιρίες. Νομική Βιβλιοθήκη. Σελ. 305-306.
[9] Ρόκας, Κ.Ν. 2012. Εμπορικές Εταιρίες (7η ενημερωμένη έκδοση). Νομική Βιβλιοθήκη. Σελ. 412-414.
[10] Τράπεζα της Ελλάδος, (2012). Έκθεση για την Ανακεφαλαιοποίηση και Αναδιάταξη του Ελληνικού Τραπεζικού Τομέα Μετάφραση του Κεφαλαίου Ι: Γενική Επισκόπηση. Διαθέσιμο στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος: https://www.bankofgreece.gr/BogEkdoseis