Η Άσκηση από το Μηδέν: Μια Πρόταση για την Συνολική Αναθεώρησή της

                    Το διάστημα μετά το πτυχίο της Νομικής και πριν την έναρξη του δικηγορικού επαγγέλματος, η περίφημη άσκηση, αποτελεί έναν θεσμό που δέχεται κριτική από κάθε σχεδόν κατεύθυνση. Όχι άδικα. Ο ιδιόμορφος χαρακτήρας της, σε σχέση με την πραγματικότητα άλλων επιστημονικών και επαγγελματικών κλάδων, το ιδιαίτερο θεσμικό της πλαίσιο ή μάλλον η έλλειψη αυτού και ασφαλώς οι σημερινές δυσχερείς οικονομικές συνθήκες, που καθιστούν εντονότερες τις αδυναμίες του θεσμού, αναδεικνύουν την αναγκαιότητα συνολικής μεταρρύθμισης. Με δεδομένο αυτό λοιπόν, επιβάλλεται κατ’ αρχήν να εντοπιστούν οι βασικές παράμετροι του θεσμού και οι κύριες προβληματικές, όπως η συλλογική εμπειρία μας τις έχει καταδείξει.

            Πρώτον, το θεσμικό περιβάλλον. Δυστυχώς, αν και ο ισχύων Κώδικας Δικηγόρων είναι πρόσφατο νομοθέτημα, στον τομέα της άσκησης (κατά βάση τα άρθρα 10-22 του ν. 4194/2013) ουδόλως καινοτόμησαν σε σχέση με τον προ εξηκονταετίας παλαιό νόμο. Ο νομικός χαρακτήρας της άσκησης και πιο συγκεκριμένα το αν αποτελεί εξαρτημένη εργασία, μαθητεία ή ελεύθερη επαγγελματική δραστηριότητα, παραμένει ασαφής. Αν και αμφότερα μπορούν να υποστηριχθούν, κανένα δεν έχει έως σήμερα καταστεί κυρίαρχη ερμηνεία. Το κενό αυτό οδηγεί σε αντίστοιχα κενά στην εποπτεία της σχέσης δικηγόρου – ασκούμενου και την προστασία των δικαιωμάτων του δεύτερου, καθώς αυτός δεν καλύπτεται από το ευνοϊκό καθεστώς των εργαζόμενων σε συνθήκες εξαρτημένης εργασίας. Ασφαλώς, η έλλειψη εποπτείας και προστασίας, εκτός βέβαια των πλαισίων της γενικής επαγγελματικής δεοντολογίας που ισχύει για τους δικηγόρους και επεκτείνεται στους ασκούμενους, δεν μπορεί να διασφαλίσει αμοιβές, ωράρια και αξιοπρεπείς όρους απασχόλησης. Παράλληλα, υπό τις σύγχρονες οικονομικές συνθήκες, ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας του όλου θεσμού παραγκωνίζεται πίσω από την σημασία της παραγωγικότητας και οικονομικής εκμετάλλευσης του ασκούμενου δικηγόρου. Η δε διάρκεια και το εξεταστικό σύστημα, αντί της εκπαιδευτικής τους διάστασης κινδυνεύουν σήμερα να καταστούν μηχανισμός αποπληθωρισμού του επαγγέλματος σε βάρος των νέων γενεών.

            Δεύτερον, το σημερινό οικονομικό περιβάλλον. Σε συνθήκες πολιτικών λιτότητας, οικονομικής ύφεσης και υποβάθμισης του δικηγορικού επαγγέλματος και της Δικαιοσύνης εν γένει, είναι προφανές ότι οι θέσεις ασκούμενων δικηγόρων που ζητούνται από δικηγορικά γραφεία περιορίζονται δραματικά. Η περιορισμένη ζήτηση σε συνδυασμό με τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της άσκησης και την πλήρη έλλειψη προστασίας αναπόφευκτα οδηγεί στην σημερινή πραγματικότητα των χαμηλών ή ανύπαρκτων αμοιβών, εξαντλητικών ωραρίων και των κάκιστων εργασιακών συνθηκών. Η έντονη όμως αναντιστοιχία παραγωγικότητας και αμοιβών έχει και παράπλευρες συνέπειες, πέραν της προφανούς απαξίωσης των γνώσεων και της εργασίας των νέων νομικών. Δικηγορικά γραφεία επωφελούνται από την έλλειψη οποιασδήποτε εποπτείας αυξάνοντας την κερδοφορία τους εις βάρος της εργασίας των ασκούμενων δικηγόρων που απασχολούν. Το άφθονο και φθηνό εργατικό δυναμικό οδηγεί τελικά σε συγκέντρωση ακόμα μεγαλύτερου μέρους της «πίτας» της αγοράς σε βάρος των υπόλοιπων δικηγόρων, νοθεύοντας τους όρους ανταγωνισμού.

            Τρίτον, οι λοιπές υποχρεώσεις των ασκούμενων δικηγόρων, με κυριότερη αλλά όχι μόνη, την υποχρεωτική ασφάλιση στον Τομέα Υγείας. Ιδιαίτερα στην επαρχία όπου οι αμειβόμενες θέσεις είναι σπάνιο φαινόμενο αλλά και στις πόλεις πλέον με τις εξαιρετικά χαμηλές αποδοχές, πρακτικά οι ασκούμενοι δικηγόροι αδυνατούν να καλύψουν τις βασικές οικονομικές τους υποχρεώσεις. Είναι σαφές ότι οι ασκούμενοι πρέπει να έχουν δημόσια ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Η σύνδεση όμως αυτής με την υποχρεωτική εισφορά, ουσιαστικά τους αποκλείει. Πρόκειται για μέτρο καθαρά εισπρακτικό και ταυτόχρονα ανερμάτιστο, καθώς δεν αντιστοιχεί στις πραγματικές επαγγελματικές και οικονομικές συνθήκες και ήδη έχει κριθεί από τα διοικητικά δικαστήρια ως αντισυνταγματικό. Αντίστοιχα εισπρακτικό χαρακτήρα βέβαια έχουν και ποικίλες άλλες υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων οι υπέρογκες οικονομικές δαπάνες που υποχρεώνονται να καταβάλλουν οι υποψήφιοι για την συμμετοχή του στον διαγωνισμό δικηγόρων και εν συνεχεία για τον διορισμό τους.

            Απέναντι σε αυτή τη νοσηρή κατάσταση απαιτείται να καινοτομήσουμε. Ο σχεδιασμός του θεσμού της άσκησης όχι μόνο πρέπει να προταθεί από εκείνους που πραγματικά επηρεάζονται άμεσα, αλλά θα πρέπει να είναι και συνολικός, από μηδενική βάση, χωρίς κανένα δεδομένο ή δέσμευση. Οι κατευθύνσεις που η τελική πρόταση δύναται να λάβει είναι πρακτικά απεριόριστες. Για κάθε τι σχετικό με τον θεσμό υφίστανται πολλές και συχνά αντιτιθέμενες απόψεις. Ενδεικτικά αναφέρονται: ένταξη της άσκησης στο πτυχίο ή μετατροπή της σε καθεστώς εξαρτημένης εργασίας, καθιέρωση πλήρους, μειωμένης αμοιβής ή ένταξή της σε προγράμματα απασχόλησης, ένταση ή χαλάρωση του εκπαιδευτικού της χαρακτήρα, έμφαση σε προγράμματα άσκησης σε δημόσιους φορείς ή περιορισμός τους, κατάργηση της υποχρεωτικής ασφάλισης, κάλυψη αυτής από τον ασκούντα δικηγόρο ή διατήρησή της, ενίσχυση της εποπτείας από τους δικηγορικούς συλλόγους, αυστηροποίηση ή χαλάρωση των όρων απασχόλησης, διασφάλιση της ισοτιμίας των τίτλων σπουδών του εξωτερικού ή ένταση του ελέγχου τους, κατάργηση ή αυστηροποίηση των εξετάσεων, αύξηση ή μείωση του 18μηνου.

            Πριν την επιλογή μεταξύ των προτάσεων που ακούγονται, σημαντικότερο είναι να καθορισθούν οι βασικοί στόχοι της αναθεώρησης. Ο θεσμός που θα σχεδιάσουμε και θα προτείνουμε πρέπει καταρχάς να παρέχει εκείνο το πλαίσιο που θα διασφαλίζει την ουσιαστική απασχόληση του συνόλου των αποφοίτων των Νομικών Σχολών της χώρας. Η πρόσβαση στο δικηγορικό επάγγελμα δεν είναι δυνατό να αποτελεί προνόμιο ή οικογενειακή κληρονομιά. Οι συνθήκες απασχόλησης θα πρέπει να είναι αξιοπρεπείς από την άποψη της αμοιβής, των ωρών και του περιεχομένου της απασχόλησης. Τέλος, να διασφαλίσουμε τον ουσιαστικά επιμορφωτικό χαρακτήρα της άσκησης, όχι ως μορφή εντατικοποίησης της ή έμμεσου αποκλεισμού από το δικηγορικό επάγγελμα, αλλά ως επαρκές εφόδιο για την αυτόνομη επαγγελματική παρουσία ενός νέου δικηγόρου.

            Με βάση τους βασικούς αυτούς στόχους θα χρειαστεί να ανοίξουμε έναν διάλογο σε βάθος, εμπλέκοντας το σύνολο των συναδέλφων αλλά και των θεσμικών φορέων του κλάδου μας, προκειμένου να ακουστούν όλες οι απόψεις ισότιμα και για κάθε παράμετρο του ζητήματος. Ο διάλογος αυτός οφείλει να οργανωθεί από τα συλλογικά συνδικαλιστικά μας όργανα, όχι όμως ως μέσο νομιμοποίησης ήδη ειλημμένων αποφάσεων, αλλά ως η πλέον ανοικτή διαδικασία άμεσης συμμετοχής. Για τους λόγους αυτούς προτείνουμε την έναρξη του διαλόγου για την άσκηση με μια διαδικασία τριών σταδίων. Αρχικά ομαδοποίηση των κύριων ζητημάτων που πρέπει να συζητηθούν καλύπτοντας όλες τις πτυχές του θεσμού της άσκησης, συγκεντρώνοντας απόψεις και προτάσεις που θα κατατίθενται ελεύθερα από τον καθένα. Στην συνέχεια, με όρους άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής και διαλόγου, επιλογή μεταξύ των επιμέρους προτάσεων σε μια διαδικασία όπου όλοι θα κληθούν να παρουσιάσουν τις απόψεις τους. Τέλος, η συνολική πρόταση θα τεθεί ενώπιον όλων των ασκούμενων της πόλης αλλά και ενδεχομένως πανελλαδικά, σε συνεννόηση με τις υπόλοιπες ενώσεις ασκουμένων και νέων δικηγόρων της χώρας, προκειμένου να εγκριθεί. Στόχος μας η τελικώς κυρωθείσα πρόταση να κατατεθεί έως το τέλος του έτους στην Ολομέλεια Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας και το Υπουργείο Δικαιοσύνης προκειμένου να ενσωματωθεί στον Κώδικα Δικηγόρων.

             Μέσα από την διαδικασία αυτή μπορούμε να διασφαλίσουμε την μεγαλύτερη ανταλλαγή ιδεών, τον βαθύτερο διάλογο και την ουσιαστική συμβολή όλων στην επανεξέταση ενός θεσμού που κρίνεται προβληματικός. Αυτήν την φορά μάλιστα η επανεξέταση θα γίνει από τους ίδιους εκείνους που άμεσα και εντονότερα επηρεάζονται από τις ατέλειές του: όλους εμάς τους ασκούμενους και νέους δικηγόρους!

Μαρία Βασλή, Ασκ. Δικηγόρος                                               Μιχάλης Μήττας, Δικηγόρος

Πρ. Επιτροπής Ασκουμένων ΕΑΝΔιΘ                                                          Πρόεδρος ΕΑΝΔιΘ

.                                                                        ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης