Γενοκτονία ή Εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας; Η αντιμετώπιση εκτεταμένων και μαζικών ωμοτήτων στη σύγχρονη ποινική δικαιοσύνη

      H ουσία εφαρμογής του διεθνούς ποινικού δικαίου ενσωματώνεται στο επιγραμματικό αξίωμα “aut dedere aut judicare”, το οποίο βασίζεται στην πεποίθηση ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση είτε να διώκουν ποινικά τους πολίτες τους είτε να εκδίδουν τα άτομα που διαπράττουν διεθνή εγκλήματα και να βοηθούν  τα κράτη που ερευνούν τέτοια εγκλήματα με σκοπό την ενδεχόμενη δίωξη τους.

     Σύμφωνα με το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης , διεθνές έγκλημα είναι κάθε πράξη που καθολικά αναγνωρίζεται ως έγκλημα μεγίστης διεθνούς σημασίας που για ευνόητους λόγους δεν μπορεί να αφεθεί στην αποκλειστική δικαιοδοσία του κράτους, το οποίο θα είχε τον έλεγχο υπό κανονικές συνθήκες.  Στην ευρεία αυτή κατηγορία ανήκουν τα εγκλήματα πολέμου(άρθρο 8 Κατ ΔΠΔ), η γενοκτονία(άρθρο 6 ΚατΔΠΔ), τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας(άρθρα 7-11 Κατ ΔΠΔ) και το έγκλημα της επίθεσης(άρθρο 5 ΚατΔΠΔ), τα οποία και αποτελούν τις σημαντικότερες παραβιάσεις και προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

      Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας διακρίνονται για την ευρεία και συστηματική επίθεση, πρόκειται δηλαδή για οτιδήποτε αποτρόπαιο διαπράττεται ως μέρος εκτεταμένης ή συστηματικής επίθεσης εναντίων αμάχων, η οποία τελείται είτε από έναν δράστη είτα από πολλούς που ενεργούν άπαξ ή σε διαφορετικούς χρόνους στα πλαίσια οργανωμένου σχεδίου ή προσχεδιασμένης πολιτικής.  Η λέξη “εκτεταμένη” αφορά το εύρος της φύσης της επίθεσης και του αριθμού των προσώπων που στοχοποιούνται, καθώς επίσης υπό τον ίδιο όρο διαλαμβάνεται και το άπαξ τελούμενο έγκλημα που έχει σωρευτικό, συνολικό αποτέλεσμα, το οποίο επέρχεται από μία σειρά ανθρώπινων πράξεων (ως συνόλου) ή από μία απάνθρωπη πράξη εξαιρετικών διαστάσεων ενώ η λέξη “συστηματική” αναφέρεται στην οργανωμένη φύση της πράξης βίας και στη μηδενική πιθανότητα της τυχαίας εμφάνισής της και συχνά εκφράζεται μέσα από την ομοιόμορφη, επαναλαμβανόμενη τέλεση εγκλημάτων, με την έννοια της πανομοιότυπης επαναλαμβανόμενης συμπεριφοράς σε τακτική βάση.

      Ένα βασικό στοιχείο των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας  και ειδοποιός διαφορά τους από τη γενοκτονία είναι η ύπαρξη γενικού δόλου για την τέλεση των πράξεων. Συγκεκριμένα η υποκειμενική υπόσταση (mens rea) των εγκλημάτων αυτών δεν απαιτεί ο δράστης να έχει γνώση και πρόθεση για το σύνολο των πράξεων που διαπράττει και των λεπτομερειών των σχεδίων αυτών.

       Στο Καταστατικό του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης  περιέχεται ο ακόλουθος ορισμός ( άρθρο 6 παρ.(γ) Κατ ΔΣΔ συνδ. Άρθρο 7 Κατ ΔΠΔ) : “Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας: δολοφονία/ ανθρωποκτονία (murder), εξόντωση (extermination), υποδούλωση (enslavement), εκδίωξη ή βίαιη μεταφορά πληθυσμού(deportation or forcible transfer of population), φυλάκιση ή άλλες σοβαρές στερήσεις της ελευθερίας, βασανισμοί και άλλες απάνθρωπες πράξεις που διαπράττονται εις βάρος άμαχων πληθυσμών, πριν ή κατά τη διάρκεια του πολέμου ή διώξεις για πολεμικούς, φυλετικούς ή θρησκευτικούς λόγους σε εκτέλεση εγκλήματος ή σε σχέση με οποιοδήποτε έγκλημα εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, κατά παραβίαση ή μη της εθνικής νομοθεσίας της χώρας όπου διεπράχθη”.

         Μπορεί να λεχθεί ότι τα εν λόγω εγκλήματα προσιδιάζουν κατά ένα μέρος στο έγκλημα της γενοκτονίας ωστόσο υπάρχει, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, μία σημαντική διαφορά σχετικά με τον βαθμό και το είδος δόλου που απαιτείται. Στα υπό κρίση εγκλήματα δεν απαιτείται πρόθεση ήτοι ύπαρξη ειδικού δόλου(dolus specialis), όπως αυτός (ο δόλος) χαρακτηριστικά μνημονεύεται στη Σύμβαση της Γενεύης για την Πρόληψη και Καταστολή της Γενοκτονίας του 1948, αλλά στόχος είναι μία συγκεκριμένη ομάδα και εφαρμόζεται πολιτική “εκτεταμένων και συστηματικών” παραβιάσεων.

       Η γενοκτονία χαρακτηρίστηκε ως “έγκλημα των εγκλημάτων” από το ad hoc Δικαστήριο για τη Ρουάντα. Ορίσθηκε δε για πρώτη φορά το 1944 από τον Rafael Lemkin ο οποίος πρότεινε πως η γενοκτονία πρέπει να κατανοηθεί ως σημαίνουσα “ένα συντονισμένο σχέδιο διαφόρων ενεργειών που στοχεύουν στην καταστροφή των βασικών θεμελίων της ζωής των ομάδων με στόχο την καταστροφή της ζωής αυτών και την εκμηδένιση των ίδιων των ομάδων. Οι στόχοι ενός τέτοιου σχεδίου είναι η αποσύνθεση των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, του πολιτισμού, της γλώσσας, των εθνικών φρονημάτων, της θρησκείας και της οικονομικής αυθυπαρξίας, καθώς και η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων της προσωπικής ασφάλειας,της ελευθερίας, της υγείας, της αξιοπρέπειας και ακόμα και της ζωής των μελών των ομάδων αυτών.”

         Ο ορισμός που δόθηκε περιλαμβάνεται στο άρθρο 2 της Σύμβασης για την Πρόληψη και Τιμωρία της Γενοκτονίας της 9ης Οκτωβρίου 1948,ενώ ενσωματώθηκε και στα Καταστατικά των ad hoc Δικαστηρίων,  που συστάθηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας, για τις υποθέσεις της Πρώην Γιουγκοσλαβίας και της Ρουάντα, αλλά και στο Καταστατικό της Ρώμης για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο. Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενοκτονίας του 1948, η γενοκτονία ορίζεται ως η φυσική καταστροφή  εθνικών, εθνοτικών, φυλετικών και θρησκευτικών ομάδων, εν όλω ή εν μέρει(…”the physical destruction of national, ethnic, racial, and religious groups, in whole or in part…”).

         Το έγκλημα της γενοκτονίας διακρίνεται από τρία στοιχεία, και συγκεκριμένα:

1). την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος (actus reus), δηλαδή μία ή περισσότερες από τις αναφερόμενες στο άρθρο 6 παρ. 2 του Καταστατικού του ΔΠΔ (ICC) πράξεις, ήτοι (α)  η θανάτωση ή πρόκληση θανάτου ,(β)  η πρόκληση σοβαρών σωματικών ή διανοητικών βλαβών στα μέλη της ομάδας   , (γ) σκόπιμη επιβολή  μέτρων και συνθηκών ζωής προσεκτικά σχεδιασμένων που αποσκοπούν στη φυσική εξόντωση εξ ολοκλήρου ή μερικώς , (δ)  επιβολή μέτρων που αποσκοπούν να αποτρέψουν γεννήσεις εντός της ομάδας δηλαδή μία μορφή “βιολογικής γενοκτονίας” , και τέλος η (ε) βίαιη μεταφορά παιδιών σε άλλη ομάδα, και πρόκειται ορθότερα για μορφή “πολιτιστικής γενοκτονίας” .

 Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύσταση Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τις ίσες Ευκαιρίες στην Αυστραλία το 1997 (Australian Human Rights and Equal Opportunities Committee) σύμφωνα με την οποία η μεταφορά αυτοχθόνων (indigenous) παιδιών σε ευρωπαϊκές οικογένειες θεωρείται ότι αντιβαίνει στην τελευταία περίπτωση (ε) εφ’ όσον αφορά εθνικές, εθνοτικές, φυλετικές ή θρησκευτικές ομάδες, και δεν αναφέρεται καθόλου σε ιδεολογικές, πολιτικές ή γλωσσικές.

        Όπως επισημαίνει ο William Schabas  ο Εισαγγελέας καλείται να αποδείξει όχι μόνο τα πραγματικά περιστατικά αλλά την εγκληματική πρόθεση, τον “ένοχο νου”( “guilty mind”) , καθώς η πράξη δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί ένοχος ο δράστης εκτός αν αποδειχθεί η εγκληματική πρόθεση (“actus non facit reum nisi mens sit rea”). Η ανωτέρω επισήμανση μας οδηγεί στην εξέταση του δεύτερου, εξαιρετικής σημασίας,  στοιχείου της γενοκτονίας , την υποκειμενική υπόσταση αυτή(mens rea).

2). Στην υποκειμενική υπόσταση (mens rea) της γενοκτονίας απαιτείται γνώση και θέληση. Στο άρθρο 30 του Καταστατικού του ΔΠΔ της Χάγης ορίζεται ότι το ψυχικό στοιχείο της γενοκτονίας έχει δύο στάδια, δηλαδή ένα άτομο πρέπει να έχει πρόθεση σε σχέση με την τέλεση της πράξης, το πρόσωπο να έχει σκοπό να υιοθετήσει συγκεκριμένη συμπεριφορά και ως προς τις επερχόμενες συνέπειες, το πρόσωπο να τελεί σε γνώση (και πρόθεση) ότι θα επέλθει το αποτέλεσμα που επιδιώκει ή ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να επέλθει κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Καλύπτει δηλαδή πλήρως τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος, γνωρίζει και επιθυμεί την πραγμάτωση των στοιχείων που τη χαρακτηρίζουν, όπως αυτά περιγράφονται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

       Η  γνώση ορίζεται ως η ύπαρξη συνείδησης σχετικά με το ότι θα επέλθουν οι συνέπειες δεδομένης της συνήθους πορείας των πραγμάτων. Η δε πρόθεση χαρακτηρίζεται από την  ύπαρξη διπλού δόλου ήτοι πρόθεση για την τέλεση της πράξης κατά ατόμου που ανήκει στην ομάδα που έχει στοχοποιηθεί με σκοπό την εξόντωσή της. Απαιτείται αυτός ο ειδικός δόλος,dolus specialis( specific or special intent) για εξόντωση μία ομάδας , ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλο το φάσμα της αντικειμενικής υπόστασης της πράξης και είναι το στοιχείο που διαφοροποιεί τη γενοκτονία από την ανθρωποκτονία κατά συρροή.

Κατά τη νομολογία για να αποδειχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου η γνώση και η πρόθεση περί γενοκτονίας θα πρέπει να αποδειχθεί η ύπαρξη πλάνου, σχεδίου περί εξόντωσης.

3). Η πρόθεση εξολόθρευσης (εξόντωσης) εξ ολοκλήρου ή μερικώς μίας εθνικής, εθνοτικής , φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας αποτελεί το τρίτο συστατικό στοιχεία του εγκλήματος της γενοκτονίας. Η πρόθεση του δράστη πρέπει να κατευθύνεται προς την εξόντωση μίας “ομάδας”, η δε καταστροφική δράση να στρέφεται κατά των ατόμων που απαρτίζουν την εκάστοτε ομάδα χωρίς να ενδιαφέρουν ως τέτοια το συγκεκριμένο αδίκημα καθώς ως μέλη της ομάδας έχουν απωλέσει την ιδιότητά τους ως ατόμου (“depersonalization of the victim”). Το έγκλημα της γενοκτονίας προστατεύει την ομάδα ως κοινωνική, υπερατομική οντότητα.

      Η αδήριτη ανάγκη ύπαρξης κατάλληλων και αρμόδιων οργάνων για την αντιμετώπισή των πράξεων αυτών εντοπίσθηκε  ήδη αμέσως μετά την ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών  από πολλά κράτη , τα οποία προχώρησαν σε  έκκληση για τη δημιουργία ενός διεθνούς ποινικού Δικαστηρίου, αρμόδιου να επιλαμβάνεται των υποθέσεων αυτών.  Στο μεταξύ επιλήφθηκαν εθνικά δικαστήρια και ad hoc διεθνή ποινικά Δικαστήρια , όπως εκείνα της Νυρεμβέργης,  της Γιουγκοσλαβίας και της Ρουάντα. Ενδιαφέρον δε παρουσιάζει η αντιμετώπιση κάποιων από τα σημαντικότερα διεθνή εγκλήματα από ad hoc διεθνή ποινικά δικαστήρια.

 Η δίκη της Νυρεμβέργης (International Military Tribunal, IMT- 1946)

         Τρεις μήνες μετά το τέλος του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μεγάλη Βρετανία, η Σοβιετική Ένωση και η Γαλλία, υπέγραψαν συμφωνία για τη δημιουργία του Διεθνούς Στρατοδικείου (IMT), γνωστό ως «Δικαστήριο της Νυρεμβέργης,” για την δίωξη και την τιμωρία των εγκληματιών  πολέμου του Ευρωπαϊκού Άξονα( Major War Criminals of European Axis). Η δίωξη αφορά τις εξής τέσσερις κατηγορίες εγκλημάτων : συνωμοσία, εγκλήματα κατά της ειρήνης (τον σχεδιασμό, την προετοιμασία και τη διεξαγωγή επιθετικού πολέμου),εγκλήματα πολέμου (όπως καταδικάζονται στις συμβάσεις της Χάγης του 1899 και 1907) και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας (εδώ εμπεριέχεται και η γενοκτονία). Στην ολοκληρωμένη απόφασή του, το Δικαστήριο εκθέτει το ιστορικό  και αναγνωρίζει   ότι ο επιθετικός πόλεμος αποτελεί  μια παράνομη πράξη για την οποία ακόμη και ένας αρχηγός κράτους θα μπορούσε να διωχθεί.

         Οι αρχές της Νυρεμβέργης και η σύλληψη της ιδέας του όρου “ εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας” δεν επηρέασαν μόνο τη διαμόρφωση του διεθνούς δικαίου αλλά επέφεραν σημαντικές αλλαγές και αποτέλεσμα πέρα από την απλή διαμόρφωση ενός όρου που θα χρησιμοποιείται σε στρατιωτικά δικαστήρια και πολεμικούς σκοπούς. Ένα από τα αποτελέσματα ήταν το Ψήφισμα 96 (Resolution 96) του ΟΗΕ , στις 11/12/1946 κατά το οποίο “ … η γενοκτονία ειναι ένα έγκλημα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο,αντίθετο στο πνεύμα και το σκοπό των Ηνωμένων Εθνών και καταδικάζεται από τον πολιτισμένο κόσμο”. Απορρέοντα από τη Νυρεμβέργη ως κατακριτέες πράξεις τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας οδηγούν στην καθιέρωση και ενσάρκωση μόλις δύο χρόνια αργότερα του όρου της γενοκτονίας μέσω της Σύμβασης για την Πρόληψη και Τιμωρία της Γενοκτονίας.

Ad hoc διεθνές δικαστήριο για την Πρώην Γιουγκοσλαβία (1993)

           Το ad hoc Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία ( ICTY) είχε ως σκοπό τη δίωξη των προσώπων που φέρονται ως υπεύθυνοι των αποτρόπαιων πράξεων, εγκλημάτων και ωμοτήτων που διαπράχθηκαν  στην Πρώην Γιουγκοσλαβία και αντίκειται στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο ενώ παράλληλα λειτούργησε προς επίρρωση των προσδοκιών των εκατοντάδων θυμάτων του πολέμου.

       Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά κατηγορητήρια που συνετέθησαν ήταν αυτό για την υπόθεση Foca. Σύμφωνα με αυτό την 16ή ή 17ή Απριλίου 1992 η πόλη Foca, νοτιοανατολικά του Σεράγεβο, καταλήφθηκε από σερβικές δυνάμεις ενώ τα γύρω χωριά συνέχισαν να πολιορκούνται μέχρι τα μέσα Ιουλίου 1992. Ακολούθως οι σερβικές δυνάμεις χώρισαν τους άνδρες από τις γυναίκες και προχώρησαν στην παράνομη κράτηση χιλιάδων Μουσουλμάνων και Κροατών σε ειδικές εγκαταστάσεις κράτησης ή τους υποχρέωσαν σε κατ’ οίκον περιορισμό.

         Παράλληλα ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσφάτως εκδοθείσα απόφαση του Εφετείου του ICTY σχετικά με την υπόθεση Popovic και λοιποί, η οποία αφορά τους πέντε Σερβοβόσνιους αξιωματούχους για εγκλήματα που διεπράχθησαν από τις σερβικές δυνάμεις της Βοσνίας, τον Ιούλιο του 1995, μετά από κατάληψη των προστατευόμενων περιοχών της Σρεμπρένιτσα και της Ζούπα. Οι πέντε κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι για γενοκτονία, συνωμοσία για διάπραξη γενοκτονίας, παραβιάσεις νόμων και εθίμων του πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, αποτυχία πρόληψης και τιμωρίας εγκλημάτων των υφισταμένων τους. Πρόκειται για την μεγαλύτερη υπόθεσή που έχει ολοκληρωθεί ενώπιον του ad hoc αυτού Δικαστηρίου μέχρι σήμερα.

Ad hoc διεθνές Δικαστήριο για την Ρουάντα(1994)

       Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών προχώρησε στη σύσταση του ad hoc διεθνούς ποινικού Δικαστηρίου για τη Ρουάντα( ICTR) ώστε να ασκηθεί δίωξη κατά των προσώπων που ευθύνονται για τη γενοκτονία και για τις άλλες σοβαρές παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου που έλαβαν χώρα στη Ρουάντα και τις γειτονικές της χώρες, μεταξύ 01/01/1994 και 31/12/1994. Η γενοκτονία της Ρουάντα ήταν η μαζική δολοφονία περίπου 850.000 ανθρώπων, κυρίως της φυλής Τούτσι, από τους ομοεθνείς τους που άνηκαν στη φυλή Χούτου το 1994. Η μαζική γενοκτονία άρχισε μετά την κατάρριψη με πύραυλο του αεροπλάνου του προέδρου της Ρουάντα, Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα, που άνηκε στη φυλή των Χούτου, αλλά το γεγονός αυτό λέγεται ότι ήταν μόνο η αφορμή της γενοκτονίας και ότι οι μαζικές δολοφονίες μεθοδεύονταν από πολύ νωρίτερα.

       Στο σημείο αυτό ειδική μνεία οφείλεται σε δύο υποθέσεις που απασχόλησαν το ICTR με αντικείμενο, η μεν πρώτη, τον βιασμό ως μέσο τέλεσης του εγκλήματος της γενοκτονίας, η δε δεύτερη την παρεμβατικότητα των ΜΜΕ στα εγκλήματα της γενοκτονίας.

Υπόθεση Akayesu ( ICTR, 1997):  O Jean- Paul Akayesu υπηρέτησε ως δήμαρχο της Τάμπα, μια πόλη στην οποία χιλιάδες Τούτσι έπεσαν συστηματικά θύματα βιασμού, βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν.

Το έγκλημα του βιασμού αποτελεί  “μία φυσική εισβολή σεξουαλικού χαρακτήρα, που διαπράττεται κατά ατόμων κάτω από συγκεκριμένες περιστάσεις καταναγκασμού” ,υπογράμμισε το Δικαστήριο , “ και ο σεξουαλικός καταναγκασμός αποτελεί γενοκτονία κατά τον ίδιο τρόπο όπως και κάθε άλλη πράξη, εφ’ όσον έχει διαπραχθεί με συγκεκριμένη πρόθεση τον καταναγκασμό, του συνόλου ή εν μέρει, μιας συγκεκριμένες ομάδας, η οποία έχει στοχοποιηθεί ως τέτοια”, καθώς η σεξουαλική επαφή λειτούργησε με σκοπό να καταστρέψει έναν λαό.

Υπόθεση Media ( 2003): Τρία πρώην ανώτερα στελέχη των μέσων μαζικής ενημέρωσης της Ρουάντα καταδικάστηκαν σε πρώτο βαθμό από το ICTR για γενοκτονία, συνωμοσία για διάπραξη γενοκτονίας, άμεση και δημόσια υποκίνηση για διάπραξη γενοκτονίας και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας κατά των Τούτσι κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας του 1994 στη Ρουάντα. Παράλληλα υποστηρίχθηκε ότι οι τρεις κατηγορούμενοι χρησιμοποίησαν την εξουσία τους για να  ελέγξουν και να συντονίσουν τις ενέργειες κατά των Τούτσι και πως οποιοδήποτε επιχείρημά τους σχετικά με την προστασία του δικαιώματος έκφρασης δεν μπορεί να αντιταχθεί στην κρινόμενη περίπτωση.

Τα ad hoc διεθνή ποινικά Δικαστήρια έχουν δημιουργήσει σημαντική παρακαταθήκη για τη διεθνή ποινική δικαιοσύνη, η οποία θα πρέπει, ιδιαίτερα δρώντας μέσω του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης(ICC), να φροντίσει για την απονομή δικαιοσύνης και την επιβολή της τάξης σε μία κοινωνία που ταλανίζεται εδώ και αιώνες από τα ίδια προβλήματα, με τους υπεύθυνους για τις ωμότητες που διαπράχθηκαν σπάνια να τιμωρούνται, είτε αυτά αποτελούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας είτε ανήκουν στην ιδιάζουσα, αλλά δυστυχώς πολύ συχνά απαντώμενη, περίπτωση της γενοκτονίας.

*Ευθυμιάδου Ανδριάνα, Δικηγόρος, Φοιτήτρια ΜΔΕ

Διεθνών Σπουδών Νομικής Σχολής ΔΠΘ