Ως δικηγόροι και ασκούμενοι του Δικηγορικού Συλλόγου Κέρκυρας χαιρετίζουμε την προσπάθεια που γίνεται πανελλαδικά για την αναμόρφωση του θεσμού της δικηγορικής άσκησης καθώς θεωρούμε πως αποτελεί αναγκαιότητα της εποχής να γίνουν βασικές τομές στο θεσμό προς βελτίωσή του. Η εν εξελίξει διαδικασία παράθεσης διαφορετικών απόψεων στην βάση μιας υγιούς επιχειρηματολογίας διασφαλίζει τον αναγκαίο, για την εποχή, πλουραλισμό, ενισχύοντας την δημοκρατική φυσιογνωμία του εθνικού διαλόγου.
Είναι πασιφανές πως το δικηγορικό επάγγελμα με την πάροδο του χρόνου αποσυντίθεται, καθιστώντας την εξάσκησή του από μεγάλη μερίδα του δικηγορικού κόσμου αδύνατη. Αναμενόμενο είναι σε κάθε περίπτωση ένα τέτοιο τοπίο να επηρεάζει άμεσα τους πτυχιούχους της νομικής σχολής οι οποίοι καλούνται να βγάλουν εις πέρας τους 18 μήνες της πρακτικής άσκησης. Ο εν λόγω επιχειρούμενος αφανισμός του δικηγορικού κλάδου επιτείνει, στην ουσία, την προϋπάρχουσα, για τους ασκούμενους δικηγόρους, προβληματική κατάσταση. Εξοντωτικά ωράρια, πενιχρή ή μηδενική αμοιβή και μια διαρκής τάση αποπροσανατολισμού από τα στοιχεία που συνθέτουν το αντικείμενο του δικηγορικού λειτουργήματος συνιστούν ενδεικτικές, απλώς, παραμέτρους της δύσκολα διαχειρίσιμης πραγματικότητας των ασκούμενων δικηγόρων. Η διενέργεια πανελληνίου, πλέον, διαγωνισμού υποψηφίων δικηγόρων γεννά επιπρόσθετα ζητήματα θεωρητικής και πρακτικής φύσης.
Ενόψει των ανωτέρω, θεωρούμε αναγκαία την λήψη θέσης σε ζητήματα που συναρτώνται ευθέως με την φύση και το περιεχόμενο του θεσμού της άσκησης, με απώτερο στόχο την ριζική αναμόρφωσή του προς όφελος των πτυχιούχων – μελλοντικών δικηγόρων.
- Η ΑΣΚΗΣΗ ΣΤΟ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ.
Εκκινώντας από την παραδοχή ότι η βασική αποστολή της Νομικής Σχολής έγκειται στην παροχή σφαιρικής γνώσης και την εξοικείωση των φοιτητών με την Επιστήμη του Δικαίου, αλλά, αναγνωρίζοντας, συγχρόνως, την ανάγκη πρόσδωσης στις ακαδημαϊκές σπουδές μιας ουσιαστικότερης πρακτικής – επαγγελματικής διάστασης, θεωρούμε σκόπιμη την εξέταση των ακόλουθων προτάσεων :
– Διδασκαλία των νομικών μαθημάτων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται τόσο η κατανόηση του θεωρητικού – δογματικού υποβάθρου όσο και η εξοικείωση των φοιτητών με την πρακτική – επαγγελματική διάσταση των επιμέρους ζητημάτων. Παρά το γεγονός ότι η προαναφερθείσα πρόταση έχει αναχθεί σε υψίστης σπουδαιότητας ανάγκη, αναγνωρισμένης και από τους Οδηγούς Σπουδών των επιμέρους Νομικών Σχολών, η μη επαρκής πρακτική σύνδεση των νομικών μαθημάτων με την επαγγελματική καθημερινότητα συνιστά πρόδηλη αρνητική παράμετρο, ικανή να αναχαιτίσει, τρόπον τινά, την προσωπική ανέλιξη των μελλοντικών πτυχιούχων. Δεν δύναται να αποσιωπηθεί ότι σημαντικό τμήμα των φοιτητών ολοκληρώνει τις σπουδές του, χωρίς να έχει δει έστω την εξωτερική όψη ενός δικογράφου. Η πρώιμη, κατά συνέπεια, επαφή με ζητήματα επαγγελματικής φύσης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση ουσιαστικής προετοιμασίας του φοιτητή για την ομαλή ένταξή του στο στάδιο της άσκησης, συνδεόμενη άρρηκτα με την ποιοτική στάθμη της απόδοσής του. Ο εν λόγω στόχος θα μπορούσε, στο πλαίσιο των προπτυχιακών σπουδών, να επιτευχθεί είτε μέσω της παροχής ειδικότερων πρακτικών γνώσεων κατά την διεξαγωγή του κύριου ή του σχετικού φροντιστηριακού μαθήματος (λ.χ. εξέταση δικογράφων, τα οποία θα αντιστοιχούν κατά περιεχόμενο στην διδασκόμενη θεματική ενότητα, κλήσεων – κλητήριων θεσπισμάτων, εισαγγελικών εντολών κλπ), είτε δια της εισαγωγής ενός νέου μαθήματος -έστω γενικής επιλογής-, το οποίο θα ενταχθεί στο ισχύον πρόγραμμα σπουδών, με γνωστικό αντικείμενο την εισαγωγή στο δικηγορικό επάγγελμα. Η εν λόγω διαδικασία αναμένεται να συμβάλλει βραχυπρόθεσμα στην πληρέστερη κατανόηση της διδασκόμενης ύλης και μακροπρόθεσμα στην αναβάθμιση του επιπέδου της διενεργούμενης άσκησης, στο μέτρο που ο απόφοιτος θα εκκινεί από διαφορετική γνωστική βάση.
– Θέσπιση προαιρετικού εξαμήνου, μετά την ολοκλήρωση του ισχύοντος προγράμματος σπουδών, εντός του πανεπιστημίου, το οποίο θα προσανατολίζεται στην παροχή ειδικότερων γνώσεων επί ζητημάτων δικηγορικής φύσης [λ.χ. σύνταξη και επεξεργασία δικογράφων, αξιολογικές σταθμίσεις και παράθεση νομικής επιχειρηματολογίας στην βάση υποθέσεων εργασίας, μελέτη συμβολαιογραφικών εγγράφων, υπόδειξη του ορθού τρόπου διεξαγωγής κτηματολογικών ερευνών, ενίσχυση ρητορικής δεινότητας μέσω διεξαγωγής εικονικών δικών, συστηματική παρακολούθηση πραγματικών δικών, εξοικείωση με τον Κώδικα Δικηγόρων (Ν.4194/2013) και τον Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος, συμβουλευτική καθοδήγηση όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισης της σχέσης εντολέα-δικηγόρου κ.α.]. Δια της προαιρετικής φύσης του εν λόγω εξαμήνου αποφεύγεται, κατά την γνώμη μας, η υπερβολική δέσμευση που δημιουργεί η αναγωγή της πρακτικής άσκησης σε προϋπόθεση λήψης πτυχίου, δίχως, ωστόσο, να παροράται και η επιθυμία πολλών φοιτητών να εισαχθούν κατά το δυνατόν ομαλότερα στον στίβο της μάχιμης δικηγορίας. Πρακτικά, όσοι εκ των φοιτητών επιλέξουν να αξιοποιήσουν την ανωτέρω δυνατότητα ΄΄μετεκπαίδευσης΄΄ θα προβαίνουν σε σχετική δήλωση κατά το τελευταίο εξάμηνο του κύκλου σπουδών. Στους λοιπούς φοιτητές θα δίνεται η δυνατότητα, μετά το πέρας του προγράμματος σπουδών, να λαμβάνουν το πτυχίο τους και να δρομολογούν την επαγγελματική τους πορεία στην κατεύθυνση που επιθυμούν. Έχοντας κατά νου ότι σημαντικό τμήμα των φοιτητών νομικής, υπό τις παρούσες δυσμενείς κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, εγκαταλείπει σταδιακά την ιδέα του μάχιμου δικηγόρου και στρέφεται ολοένα και περισσότερο στην αξιοποίηση των εναλλακτικών προοπτικών που προσφέρει το πτυχίο νομικής, θεωρούμε ότι το ως άνω πλαίσιο θα διασφαλίσει την απαιτούμενη ευελιξία, δομούμενο στην βάση των εξατομικευμένων στόχων και επιθυμιών.
Διευκρινιστικά επισημαίνεται ότι το εξάμηνο χρονικό διάστημα της εξοικείωσης με τις ειδικότερες πτυχές του δικηγορικού επαγγέλματος εντός του πανεπιστημίου θα πρέπει, για λόγους συνέπειας και αποφυγής αντικινήτρων, να προσμετράται ως χρόνος πραγματικής άσκησης των προσώπων που θα το επιλέξουν. Με άλλη διατύπωση, το πέρας του κύκλου σπουδών θα έχει ως άμεση συνέπεια την δυνατότητα λήψης του πτυχίου (ή της αντίστοιχης βεβαίωσης) και έναρξης της άσκησης είτε εντός του πανεπιστημίου, είτε σε δικηγορικό γραφείο και στις υπηρεσίες των §4,5,6,7 του άρθρου 14 Ν. 4194/2013.
Υπεύθυνοι διεξαγωγής των επιμέρους μαθημάτων – σεμιναρίων κατά το ως άνω προαιρετικό εξάμηνο θα μπορούσαν να είναι μέλη ΔΕΠ της Νομικής Σχολής, κάτοχοι μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος ή/και εν ενεργεία δικηγόροι, υπό την πρόσθετη, βέβαια, προϋπόθεση της αποδεδειγμένης άσκησης ενεργούς δικηγορίας (λ.χ. μέσω προσκόμισης γραμματίων προείσπραξης, δικαστικών αποφάσεων ή λοιπών συναφών εγγράφων) για ένα επαρκές διάστημα (π.χ. τριετίας ή πεντατίας). Ιδιαίτερα επωφελείς θα ήταν και οι περιστασιακές επισκέψεις υποθηκοφυλάκων, υπαλλήλων κτηματολογίου, συμβολαιογράφων κ.α. προς τον σκοπό ανάδειξης των πρακτικών ζητημάτων που αναφύονται κατά την διεξαγωγή του επαγγέλματός τους και την κατ’ επέκταση υπόδειξη του ορθού τρόπου αντιμετώπισής τους.
Μετά το πέρας του ως άνω εξαμήνου, οι ήδη εν ενεργεία ασκούμενοι δικηγόροι θα έχουν την δυνατότητα – υποχρέωση να συνεχίσουν την άσκησή τους κατά το ισχύον καθεστώς, ήτοι στα γραφεία και τις υπηρεσίες που προβλέπονται στις διατάξεις των § 2, 4-7 του άρθρου 14 Ν. 4194/2013. Προτείνεται, μάλιστα, η μείωση του ισχύοντος υποχρεωτικού χρόνου άσκησης των 18 μηνών για το σύνολο των αποφοίτων, στο μέτρο που η πρακτική γνώση η οποία θα προσφέρεται σε προπτυχιακό επίπεδο υπό τους ανωτέρω όρους σε συνδυασμό με την εν γένει αναθεώρηση του θεσμού αναμένεται να καθιστούν τον ασκούμενο ικανό για την απόκτηση της άδειας επαγγέλματος σε συντομότερο χρόνο (λ.χ. εντός ενός έτους από την λήψη του πτυχίου).
– Ουσιαστική συμβολή του δικηγορικού συλλόγου στην εξεύρεση γραφείου προς τον σκοπό διενέργειας της άσκησης. Τόσο στην περίπτωση που ο απόφοιτος ακολουθήσει την οδό του προαιρετικού εξαμήνου εντός του πανεπιστημίου, όσο και στην περίπτωση που επιλεγεί η απευθείας ένταξη σε συνθήκες πραγματικής εργασίας, δύναται πάντα να ανακύψει το ζήτημα της μη ύπαρξης διαθέσιμου γραφείου προς τον σκοπό διενέργειας της άσκησης. Καταλυτικός θα κρίνεται, εν προκειμένω, ο ρόλος του εκάστοτε Δικηγορικού Συλλόγου ο οποίος θα υποχρεούται να καταρτίζει και να επικαιροποιεί, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, λίστες δικηγόρων που επιθυμούν να απασχολήσουν ασκούμενο δικηγόρο, ωθώντας, παράλληλα, τα μέλη του να κάνουν χρήση της σχετικής διαδικασίας. Η ανάγκη διατήρησης ακέραιης της ελευθερίας βούλησης του ατόμου σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη φύση της σχέσης δικηγόρου –ασκούμενου συνιστούν, κατά την γνώμη μας, παράγοντες που κατατείνουν στον ενημερωτικό χαρακτήρα των ανωτέρω λιστών. Η προαναφερθείσα διαδικασία, εφόσον ακολουθηθεί συστηματικά, αναμένεται να επιλύσει το ως άνω καίριο ζήτημα αδυναμίας εύρεσης γραφείου για την διενέργεια της άσκησης.
- ΤΡΟΠΟΣ ΠΕΡΑΤΩΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΝΤΑΞΗΣ ΣΤΟ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ.
Στα άρθρα 18-22 του νέου Κώδικα Δικηγόρων (Ν.4194/2013) θεσμοθετείται ο πανελλήνιος διαγωνισμός υποψήφιων δικηγόρων, διαδικασία από την οποία σήμερα οφείλουν να περάσουν όλοι οι εν ενεργεία ασκούμενοι προκειμένου να αποκτήσουν την ιδιότητα του δικηγόρου και να διοριστούν στο Πρωτοδικείο που επιθυμούν. Τα θέματα εξέτασης που τίθενται στον εν λόγω διαγωνισμό, όπως έχει αποδειχθεί περίτρανα στην πράξη, δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο παρά απλή επανάληψη των θεμάτων στα οποία καλούνται να απαντήσουν οι προπτυχιακοί φοιτητές κατά το τελευταίο έτος φοίτησής τους στις Νομικές Σχολές στα μαθήματα των λεγόμενων εμβαθύνσεων – συνθέσεων, προκειμένου να λάβουν το πτυχίο τους. Βασικό επιχείρημα υπέρ του Πανελλήνιου Διαγωνισμού Υποψήφιων Δικηγόρων αποτελεί ότι μέσω αυτού επιτυγχάνεται ένα καλό «φιλτράρισμα» των υποψηφίων με αποτέλεσμα να αποκλείεται η είσοδος στο δικηγορικό επάγγελμα στους υποψήφιους εκείνους που δεν έχουν τις απαιτούμενες γνώσεις για την άσκησή του. Παραβλέπεται, όμως, το γεγονός ότι, όπως κι ανωτέρω εκτέθηκε, οι ασκούμενοι δικηγόροι δοκιμάζονται δυο φορές σε ομοίου περιεχομένου εξετάσεις -μία κατά τις προπτυχιακές τους σπουδές και άλλη μία με το πέρας της άσκησής τους-. Άποψή μας είναι ότι η επιτυχία στις προπτυχιακές εξετάσεις που οδηγούν στην απόκτηση του πτυχίου Νομικής , θα έπρεπε να αποτελεί τεκμήριο της θεωρητικής τουλάχιστον κατάρτισης των πτυχιούχων και να εναπομένει μονάχα η πρακτική κατάρτιση αυτών με το να θέτουν σε εφαρμογή κατά την άσκησή τους αυτά τα οποία διδάχθηκαν. Σε κάθε περίπτωση, προς τήρηση του αδιαβλήτου της διαδικασίας κατά την διεξαγωγή των προπτυχιακών εξετάσεων και ειδικότερα προς αποφυγή πιθανών αντιγραφών, πλημμελούς επιτήρησης κλπ υποστηρίζουμε την αυστηροποίηση της διαδικασίας διεξαγωγής αυτών προκειμένου να διασφαλιστεί πως επιτυχόντες θα είναι εκείνοι που πραγματικά έχουν τις απαιτούμενες γνώσεις. Εν ολίγοις, θεωρούμε άκρως απαραίτητο το λεγόμενο «φιλτράρισμα» να λαμβάνει χώρα ήδη σε προπτυχιακό επίπεδο και όχι αργότερα, γιατί, ποιό αλήθεια το νόημα στο να απονέμουμε σε κάποιον το πτυχίο νομικής περιμένοντας να τον κρίνουμε ακατάλληλο για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος λίγους μήνες αργότερα;
Με το σκεπτικό αυτό, λοιπόν, είμαστε κατά των συγκεκριμένων εξετάσεων, έτσι όπως αυτές διεξάγονται σήμερα και άποψή μας είναι πως πρέπει να καταργηθούν. Επειδή, όμως , πιστεύουμε ακράδαντα ότι το πέρασμα από την δικηγορική άσκηση στο δικηγορικό επάγγελμα πρέπει σε κάθε περίπτωση να διέπεται από μία διαδικασία τυπικού ελέγχου προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική άσκηση του τελευταίου, προτείνουμε τον εξής τρόπο περάτωσης της δικηγορικής άσκησης:
Αφού θα έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς το ως άνω προτεινόμενο δωδεκάμηνο άσκησης θα υποβάλλεται έκθεση περάτωσης της άσκησης τόσο από το Δικηγορικό Γραφείο ή την αρμόδια υπηρεσία στα οποία έλαβε χώρα η άσκηση, όσο και από τον ίδιο τον ασκούμενο. Η έκθεση που θα υποβάλλει το δικηγορικό γραφείο ή η αρμόδια υπηρεσία θα έχει κυρίως τυπική μορφή και θα συνίσταται στην αναφορά όλων εκείνων των νομικών ενεργειών που πραγματοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα απασχόλησης του ασκουμένου. Επί παραδείγματι, το δικηγορικό γραφείο στην έκθεσή του δύναται να επισυνάπτει αντίγραφα δικαστικών παραστάσεων, να αναφέρει πιθανές διοικητικές και εξωδικαστικές ενέργειες που έλαβαν χώρα και γενικά να εκθέτει όλες εκείνες τις νομικές υποθέσεις που ο ασκούμενος είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει κατά την απασχόλησή του στο εν λόγω γραφείο. Ο δε ασκούμενος με την δική του έκθεση, θα αναλύει και θα αξιολογεί τις γνώσεις που θεωρεί πως αποκόμισε κατά την άσκησή του καθώς και την πρόοδο που σημείωσε σε επίπεδο πρακτικής κατάρτισης.
Οι ανωτέρω εκθέσεις θα υποβάλλονται στην πενταμελή Επιτροπή Εποπτείας (έτσι όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 14 του Ν.4194/2013),του Δικηγορικού Συλλόγου στον οποίο είναι εγγεγραμμένος ο ασκούμενος. Η Επιτροπή αυτή, σε συνδυασμό με τα πορίσματά της από τους ουσιαστικούς ελέγχους που θα έχει διενεργήσει κατά την διάρκεια της άσκησης για να διαβεβαιώσει την ομαλή διεξαγωγή αυτής, αλλά και το ότι διαφυλάσσονται τα δικαιώματα και τηρούνται οι υποχρεώσεις και των δυο μερών, θα εισηγείται το πέρας της άσκησης ή την πιθανή συνέχιση αυτής για ένα επιπλέον μικρό χρονικό διάστημα (όχι ανώτερο των 4 μηνών) σε περίπτωση που κρίνει πως οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτή πραγματοποιήθηκε δεν ήταν γόνιμες. Σε κάθε περίπτωση, σκόπιμη κρίνεται η δημιουργία και μίας δευτεροβάθμιας επιτροπής με διαφορετική σύνθεση, στην οποία θα μπορούν να προσφεύγουν οι ασκούμενοι για να επανακριθεί ο φάκελός τους.
Όσον αφορά στους κατόχους τίτλων Νομικών Σχολών της αλλοδαπής, προτείνεται η διατήρηση της διαδικασίας αναγνώρισης του πτυχίου τους έτσι όπως αυτή ισχύει μέχρι σήμερα και περιγράφεται στον Κώδικα περί Δικηγόρων (άρθρ. 15-17 Ν.4194/2013). Μετά την αναγνώριση των τίτλων σπουδών τους και την εγγραφή τους στο Μητρώο Ασκουμένων του Δικηγορικού Συλλόγου που επιθυμούν θα εφαρμόζονται και σ’ αυτούς οι διατάξεις που διέπουν τους όρους και της συνθήκες διεξαγωγής της δικηγορικής άσκησης στην Ελλάδα.
- ΑΜΟΙΒΗ-ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ-ΑΣΦΑΛΙΣΗ.
Ο Κώδικας περί Δικηγόρων αναφέρει στο άρθρο 13 παρ. 10 ότι η αμοιβή των ασκούμενων δικηγόρων καθορίζεται με διάταξη τυπικού νόμου. Από τη δημοσίευση του ως άνω Κώδικα δεν έχει εκδοθεί κάποιος νόμος στον οποίο να ορίζεται το ύψος της προαναφερόμενης αμοιβής, γεγονός που στην πράξη θεσμοθετεί ένα καθεστώς άμισθης εργασίας.
Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζεται ως σύνηθες το φαινόμενο, ασκούμενοι να εργάζονται πολλές ώρες ημερησίως, ξεπερνώντας το οχτάωρο, με ελάχιστη ή ανύπαρκτη αμοιβή. Το τοπίο αυτό δίνει στον εκάστοτε δικηγόρο τη δυνατότητα να απασχολεί έναν ασκούμενο όσες ώρες θέλει και σε κάθε περίπτωση να εναπόκειται στη διακριτική του ευχέρεια για το αν θα τον αμείψει ή όχι και το κατά πόσο αυτή η αμοιβή θα ανταποκρίνεται στον όγκο και στις ώρες εργασίας του ή θα είναι εντελώς συμβολική.
Βασική θέση μας είναι να προβλέπεται ρητώς από τον Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν.4194/2013) τόσο το ύψος της αμοιβής όσο και το ωράριο. Ειδικότερα, ως προς το ωράριο, θεωρούμε πως αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το νόμιμο, δηλαδή τις οχτώ ώρες ημερησίως και τις σαράντα εβδομαδιαίως. Όσον αφορά την αμοιβή του ασκούμενου δικηγόρου, επιβάλλεται να προβλεφθεί ρητώς ότι αυτή δεν δύναται να υπολείπεται του εκάστοτε ισχύοντος κατώτατου νόμιμου μισθού ιδιωτικού υπαλλήλου.
Αντιλαμβανόμαστε πως οι καιροί είναι ιδιαίτερα χαλεποί τόσο για τους ασκούμενους όσο και για τους δικηγόρους και γι’ αυτό το λόγο προτείνουμε η αμοιβή του ασκούμενου να μην επιβαρύνει αποκλειστικά τον δικηγόρο στον οποίο διενεργείται η άσκηση αλλά και τον εκάστοτε Δικηγορικό Σύλλογο στον οποίο είναι εγγεγραμμένος ο ασκούμενος. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τον εξής τρόπο: Ο κάθε Σύλλογος ανά την Ελλάδα μπορεί να δημιουργήσει ένα ταμείο υπέρ των ασκουμένων, το κεφάλαιο του οποίου θα καλύπτει κατά βάση τις μισθολογικές ανάγκες αυτών. Οι βασικοί πόροι του ταμείου αυτού μπορούν να προέρχονται από ειδικά ένσημα υπέρ των ασκουμένων, η επικόλληση των οποίων θα είναι υποχρεωτική στα δικόγραφα όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα υπόλοιπα ένσημα. Το ποσό των ενσήμων αυτών μπορεί να είναι εντελώς συμβολικό, της τάξης των πενήντα λεπτών του ευρώ (0,50).Το ύψος του εν λόγω ποσού είναι ενδεικτικό και σίγουρα μπορεί να τεθεί υπό συζήτηση. Στο τέλος κάθε μήνα θα αναδιανέμονται τα αποθεματικά του ανωτέρω ταμείου για την αμοιβή των ασκουμένων και ό,τι τυχόν απομένει θα μπορούσε είτε να αποταμιευτεί για τους υπόλοιπους μήνες είτε να διατεθεί προς επιμορφωτικό υλικό ή σεμινάρια, ανάλογα πάντα με τις ανάγκες του κάθε συλλόγου. Είναι σημαντικό οι διαχειριστές του ταμείου να είναι τουλάχιστον δύο. Ο ένας θα προέρχεται από το ΔΣ του εκάστοτε Δικηγορικού Συλλόγου -συγκεκριμένα από την Πενταμελή Επιτροπή Εποπτείας του άρθρου 14 Ν. 4194/2013- και ο άλλος από την ένωση ασκούμενων και νέων δικηγόρων, εφόσον αυτή υπάρχει, ειδάλλως και οι δύο διαχειριστές θα προέρχονται από την προαναφερθείσα Επιτροπή.
Ένα ακόμη επίσης σημαντικό αλλά αμφιλεγόμενο ζήτημα είναι η ασφάλιση των ασκουμένων. Ως προς αυτό, πάγια θέση μας είναι η υποχρεωτική ασφάλιση του ασκούμενου, ο οποίος, εφόσον θα έχει διασφαλίσει την καταβολή της αμοιβής του κατά τα ανωτέρω, αναμένεται να είναι σε θέση να καταβάλει το ποσό της εισφοράς του. Οι ασκούμενοι σε κάθε περίπτωση πρέπει να έχουν άμεση πρόσβαση στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και κάλυψη, πράγμα που θα έπρεπε να αποτελεί προϋπόθεση και κεκτημένο κάθε εργαζόμενου στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Συνοψίζοντας, δεν μπορούμε πλέον να κλείνουμε τα μάτια μπροστά στις άθλιες συνθήκες που σήμερα διέπουν την δικηγορική άσκηση. Ο θεσμός της άσκησης χρήζει ριζικής αναθεώρησης και επαναπροσδιορισμού προκειμένου όλοι οι πτυχιούχοι Νομικών Σχολών ανεξαιρέτως να έχουν δυνατότητα πρόσβασης στην δικηγορική άσκηση υπό βιώσιμες και αξιοπρεπείς συνθήκες . Αυτοί οι στόχοι, όμως, για να επιτευχθούν, απαιτούν συσπείρωση των ασκουμένων και νέων δικηγόρων για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους και πάνω σε αυτήν την βάση κρίνεται αναγκαία η δημιουργία και λειτουργία, σε αντιστοιχία με κάθε Δικηγορικό Σύλλογο στην Ελλάδα, Ένωσης Ασκουμένων και Νέων Δικηγόρων.
Σε κάθε περίπτωση, εκτιμούμε τους ανωτέρω άξονες ως μείζονος σημασίας και, συνεπώς, αναγνωρίζουμε την ανάγκη να υπάρξουν στο μέλλον οι κατάλληλες τομές και ρυθμίσεις οι οποίες κατά τη γνώμη μας θα οδηγούν στη βελτίωση του εργασιακού status των ασκούμενων δικηγόρων στην Ελλάδα.
Ευδοκία Βραδή, ασκούμενη δικηγόρος Κέρκυρας,
Αρετή Μόσχου, Μ.Δ.Ε., δικηγόρος Κέρκυρας,
Διονύσης Παϊπέτης, δικηγόρος Κέρκυρας.