Ένα θέμα που απασχολεί κατά καιρούς όχι μόνο την κοινή γνώμη, αλλά και το νομικό κόσμο, είναι η απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς αλλογενείς. Είναι ευρέως γνωστό ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τους ενδιαφερόμενους αποτελούν πολίτες τρίτων χωρών, παρά πολίτες κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με το παρόν, καταρχάς, γίνεται μια προσπάθεια να επισημανθούν, ώστε άμεσα να αρθούν, συγκεκριμένοι αντισυνταγματικοί όροι προκηρύξεων του δημοσίου που εμποδίζουν το διορισμό ορισμένων Ελλήνων αλλογενών ως δημοσίων υπαλλήλων. Οι όροι αυτοί δεν επιτρέπουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ίσοις όροις πρόσβαση των Ελλήνων πολιτών στις δημόσιες θέσεις και δημιουργούν νομικά αδικαιολόγητες δυσμενείς διακρίσεις.
Πιο συγκεκριμένα, σε αρκετές προκηρύξεις διορισμού δημοσίων υπαλλήλων σε Υπουργεία (ενδεικτικά: Υπουργεία Οικονομικών και Υγείας), μεταξύ των γενικών προσόντων διορισμού ορίζεται ότι, δικαιούνται να είναι υποψήφιοι όσοι απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση, εφόσον μέχρι την απόκτησή της ήταν υπήκοοι κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Παρακάτω παρατίθενται οι κρίσιμοι όροι των προκηρύξεων:
- Προκήρυξη (Αριθμός 2Κ/2014) Πλήρωσης με σειρά προτεραιότητας εκατόν σαράντα εννέα (149) θέσεων τακτικού προσωπικού Πανεπιστημιακής, Τεχνολογικής και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του κλάδου Τελωνειακών στο Υπουργείο Οικονομικών (ΦΕΚ 6/13.5.2014, Τεύχος Προκηρύξεων ΑΣΕΠ).
«Οι υποψήφιοι πρέπει:
Να είναι Έλληνες πολίτες. 1. Δικαιούνται να είναι υποψήφιοι και όσοι απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση, και έχει παρέλθει έτος από την απόκτησή της, μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, εφόσον μέχρι την απόκτησή της ήταν υπήκοοι κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Γίνονται επίσης δεκτοί, για πλήρωση των προκηρυσσομένων θέσεων, Βορειοηπειρώτες, Κύπριοι Ομογενείς και Ομογενείς αλλοδαποί, που προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη και από τα νησιά Ίμβρο και Τένεδο, χωρίς να απαιτείται πιστοποιητικό ελληνικής ιθαγένειας, υπό την προϋπόθεση ότι η ιδιότητά τους ως Ελλήνων κατά το γένος και τη συνείδηση αποδεικνύεται με άλλους τρόπους.»
- Προκήρυξη (Αριθμός 7Κ/2014) Πλήρωσης με σειρά προτεραιότητας εκατόν ογδόντα έξι (186) θέσεων τακτικού προσωπικού Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης κλάδου – ειδικότητας Πληρωμάτων Ασθενοφόρων, στο Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.) του Υπουργείου Υγείας (ΦΕΚ 19/23-12-2014, Τεύχος Προκηρύξεων ΑΣΕΠ).
«Οι υποψήφιοι πρέπει:
- Να είναι Έλληνες πολίτες. Δικαιούνται να είναι υποψήφιοι και όσοι απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια με πολιτογράφηση, και έχει παρέλθει έτος από την απόκτησή της, μέχρι την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των ηλεκτρονικών αιτήσεων, εφόσον μέχρι την απόκτησή της ήταν υπήκοοι κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
[…]
Δικαιούνται να είναι υποψήφιοι και πολίτες των κρατών − μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (N. 2431/1996) με τους περιορισμούς του άρθρου 1 παρ. 1 αυτού.»
Συνάγει κανείς, από την ανάγνωση των παραπάνω, ότι, στην περίπτωση της πρώτης προκήρυξης, ενώ δικαιούνται να είναι υποψήφιοι όσοι ανήκουν στις συγκεκριμένες κατηγορίες αλλοδαπών (ομογενών), δε δικαιούνται να είναι υποψήφιοι όσοι ανήκουν σε συγκεκριμένη κατηγορία Ελλήνων (αλλογενών). Λαμβάνοντας υπόψη και τους όρους της δεύτερης προκήρυξης, επιρρώνεται το συμπέρασμα ότι δημιουργείται παντελώς αυθαίρετα μια αξιολογική κατηγοριοποίηση Ελλήνων πολιτών «δυο ταχυτήτων». Έτσι, όσον αφορά ειδικά στο βασικό δικαίωμα σταδιοδρομίας στο δημόσιο, που αποτελεί σημαντικό κομμάτι της επαγγελματικής, οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής υπόστασης του ατόμου-πολίτη, παρατηρείται ότι:
α) όχι μόνο ορισμένοι Έλληνες πολίτες δεν θεωρούνται ίσοι με άλλους Έλληνες πολίτες,
β) όχι μόνο ορισμένοι Έλληνες πολίτες δεν θεωρούνται ίσοι με κάποιους ομογενείς αλλοδαπούς πολίτες
γ) αλλά ορισμένοι Έλληνες πολίτες δεν θεωρούνται καν ίσοι με κάποιους αλλοδαπούς αλλογενείς πολίτες!
Και όλα αυτά ενώ οι παράγραφοι 1 και 4 του άρθρου 4 του Συντάγματος ορίζουν αντίστοιχα: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» και «4. Μόνο Έλληνες πολίτες είναι δεκτοί σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες, εκτός από τις εξαιρέσεις που εισάγονται με ειδικούς νόμους». Δεδομένου και του ότι αυτές αποτελούν «σκληρό πυρήνα» του Συντάγματός μας, καθότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 110 παρ. 1 Συντ., δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση, γίνεται φανερή η ανάγκη να απαλειφθούν αυτοί οι όροι από κάθε μελλοντική παρόμοια προκήρυξη που θα εμπεριέχει τέτοιου είδους περιορισμούς.
Η ίση πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις γενικά, απορρέει από την αρχή της σταδιοδρομίας του καθενός κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας1. Η τελευταία βρίσκει έρεισμα στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος και έμμεσα στην ίδια τη δημοκρατική αρχή. Επομένως, το πεδίο εφαρμογής της υπερβαίνει τα στενά όρια των κατά το άρθρο 4 παρ. 4 Συντ δημόσιων λειτουργιών και εκτείνεται σε ολόκληρο το δημόσιο τομέα2. Η ίση πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις συνεπάγεται ότι ο νομοθέτης, όταν θεσπίζει προσόντα και προϋποθέσεις για την κατάληψή τους, δεν επιτρέπεται να προβαίνει σε διακρίσεις με βάση τον τρόπο απόκτησης της ιθαγένειας, το φύλο, το θρήσκευμα, τις πολιτικές ή ιδεολογικές πεποιθήσεις ή άλλα κριτήρια άσχετα προς την ικανότητα του υποψηφίου3.
Η ισότητα εκλαμβάνεται με την ουσιαστική ή αναλογική έννοια, επιτάσσει δηλ. όμοια μεταχείριση των ομοίων και ανόμοια των ανομοίων4. Παρόμοιο περιεχόμενο έχει άλλωστε η αρχή της ισότητας και ως μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου (απαγόρευση ρύθμισης όμοιων καταστάσεων κατά διαφορετικό τρόπο και διαφορετικών καταστάσεων με όμοιο τρόπο, εκτός και αν η διάκριση δικαιολογείται αντικειμενικά)5.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την κρατική εξουσία, η αρχή της ισότητας δεσμεύει, βέβαια, εκτός από το νομοθέτη, τόσο τη διοίκηση όσο και τα ίδια τα δικαστήρια. Ως προς τη διοίκηση θέτει ιδίως ένα όριο στην άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, δηλ. απαγόρευση διαφορετικής μεταχείρισης όμοιων περιπτώσεων6.
Το ΣτΕ, λοιπόν, δέχεται πάγια ότι «η αρχή της ισότητας θεσπίζει νομικό κανόνα ο οποίος δεσμεύει όλα τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας και επομένως και το νομοθέτη. Ο κανόνας αυτός επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των τελούντων υπό τις αυτές συνθήκες προσώπων και αποκλείει τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων τελούντων υπό διαφορετικές συνθήκες βάσει συμπτωματικών ή ασχέτων μεταξύ τους κριτηρίων»7.
Από την πλευρά του ο Άρειος Πάγος θεωρεί ότι το άρθρο 4 παρ. 1 Συντ. καθιερώνει «όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου, αλλά και την έναντι αυτών ισότητα του νόμου. Έτσι δεσμεύει και τον νομοθέτη, ο οποίος στη ρύθμιση ουσιωδώς όμοιων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων δεν δύναται να μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας εν γένει διακρίσεις, εκτός εάν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, διότι επιβάλλεται από λόγους γενικώτερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των Δικαστηρίων. Συνεπώς, εάν γίνει με νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλεισθεί από τη ρύθμιση αυτή, κατ’ αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, ως προς την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος, που δικαιολογεί την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Προς αποκατάσταση δε της συνταγματικής αρχής της ισότητας πρέπει να εφαρμοσθεί και για εκείνους εις βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει για την κατηγορία υπέρ της οποίας εθεσπίσθη η ειδική ρύθμιση»8.
Γίνεται δεκτό από το ΣτΕ ότι «εάν το δικαστήριον διαπιστώση παραβίασιν της αρχής της ισότητος εκ του ότι ο νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκησις προέβη εις ειδικήν ρύθμισιν, αφορώσαν εις ορισμένην κατηγορίαν προσώπων, απεκλείσθησαν δε της ειδικής ρυθμίσεως ταύτης ρητώς ή σιωπηρώς πρόσωπα, ανήκοντα μεν εις άλλην κατηγορίαν, τελούντα όμως υπό τας αυτάς ή παρομοίας συνθήκας… απαιτείται όπως το δικαστήριον προβή εις επέκτασιν της εφαρμογής της ειδικής ρυθμίσεως και εις την κατηγορίαν των προσώπων, τα οποία έχουν αποκλεισθή»9.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την απόφαση ΟλΣτΕ 3317/2014 κρίθηκε ότι, στην περίπτωση που εισάγεται με διατάξεις του κοινού ή του κανονιστικού νομοθέτη, διάκριση των ελλήνων πολιτών ανάλογα με την εθνική τους καταγωγή, για την πρόσβαση στις δημόσιες λειτουργίες, η διάκριση αυτή δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή.
Έτσι, σύμφωνα με τη σκέψη 13 της εν λόγω απόφασης, «από το συνδυασμό των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων [άρ. 4 παρ. 1-6 Σ], συνάγεται ότι, με την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας δημιουργείται μια νέα νομική διεθνής κατάσταση για τον πολιτογραφηθέντα, ο οποίος εξομοιώνεται πλήρως με τον έχοντα την ελληνική ιθαγένεια από καταγωγή και, επομένως, απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και βαρύνεται με όλες τις υποχρεώσεις που καθορίζει το νομικό καθεστώς του έλληνα πολίτη (ΣτΕ Ολομ. 190/1929, 3148/1971). … Στο πλαίσιο αυτό, κατά την ως άνω διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 4, η οποία εντάσσεται στις μη αναθεωρητέες διατάξεις του Συντάγματος, σύμφωνα με το άρ. 110 παρ. 1 και εγγυάται την ίση πρόσβαση όλων των ελλήνων στις δημόσιες λειτουργίες, δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή διάκριση των ελλήνων πολιτών ανάλογα με την εθνική τους καταγωγή (Πρακτικά Επεξεργασίας ΣτΕ 193, 252/2006, 245/2007, 85/2008)».
Ήδη η δικαστική εξουσία, με την παραπάνω απόφαση, παρείχε το μείζον, ήτοι την πρόσβαση των ελλήνων αλλογενών στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας, κάτι που αποτελεί περίπτωση δημόσιας λειτουργίας του άρ. 4 παρ. 4 Συντ. Και θεωρείται μείζον σε σχέση με το δικαίωμα διορισμού ελλήνων αλλογενών ως δημοσίων υπαλλήλων, εφόσον η αποστολή των ένοπλων δυνάμεων συναρτάται άμεσα με το εθνικό συμφέρον, καθώς αποτελούν το βασικό θεσμό που διαφυλάσσει την εθνική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, λαμβανομένης υπόψη και της γεωπολιτικής της θέσης, όπως προκύπτει από τη νεότερη ιστορία της10.
Όσον αφορά στη διεύρυνση και εμβάθυνση της προστασίας της αρχής της ισότητας, στις 26.6.2000 υπογράφηκε το 12ο Πρωτόκολλο ΕΣΔΑ, το οποίο περιέχει, στο άρθρο 1, μια γενική απαγόρευση διακριτικής μεταχείρισης, σε σχέση με κάθε άλλο δικαίωμα προβλεπόμενο από το νόμο, λόγω φύλου, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσίας, γέννησης ή άλλης κατάστασης. Το Πρωτόκολλο αυτό, όμως, δεν έχει κυρωθεί ακόμη νομοθετικά.
Είναι αξιοσημείωτη και η περίπτωση του άρθρου 26 του Ν. 3304/2005 για την «εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού», το οποίο ορίζει ότι καταργείται κάθε νομοθετική και κανονιστική διάταξη η οποία είναι αντίθετη προς την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Με το νόμο αυτόν ενσωματώθηκαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο Οδηγίες της EE: α) η Οδηγία 2000/43/ΕΚ «περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής» στους τομείς της απασχόλησης, της εργασίας, της συμμετοχής σε σωματεία και επαγγελματικές οργανώσεις, καθώς και στην εκπαίδευση, τις κοινωνικές παροχές και την πρόσβαση στη διάθεση και την παροχή αγαθών και υπηρεσιών που διατίθενται στο κοινό, και β) η Οδηγία 2000/78/ΕΚ «για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού» αποκλειστικά στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας.
Εισερχόμενοι στο πεδίο του προαναφερθέντος άρ. 5 παρ. 1 Συντ., αξίζει επιγραμματικά να λεχθεί ότι, όταν ο νομοθέτης θεσπίζει διατάξεις οι οποίες συνεπάγονται περιορισμούς στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας γενικά, οφείλει να σεβαστεί τους «περιορισμούς των περιορισμών» των ατομικών δικαιωμάτων, όπως ιδίως η αρχή της αναλογικότητας και η διαφύλαξη του πυρήνα του δικαιώματος. Αυτός ο πυρήνας θα μπορούσε να θεωρηθεί, ως προς το άρ. 5 παρ. 1 Συντ., ότι περιλαμβάνει την ύστατη, απροσπέλαστη για τη δημόσια εξουσία, περιοχή ανθρώπινης ελευθερίας, δηλ. την αυστηρά προσωπική βιοτική σφαίρα και την προστασία των αναγκαίων βάσεών της. Όσο για τη διοίκηση, κάθε επέμβασή της στην προσωπική ελευθερία, με την ευρεία έννοια του γενικού δικαιώματος ελευθερίας, υπόκειται στην αρχή της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, η διοίκηση δηλ. ενεργεί secundum legem και intra legem11.
Εάν στο σημείο τούτο αντέτασσε κανείς ότι οι εν λόγω περιορισμοί ενδεχομένως υπακούουν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, καθώς και στην ανάγκη για κοινές και αμοιβαία επωφελείς οικονομικές, κοινωνικές, νομικές και πολιτικές ρυθμίσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο ισχυρισμός αυτός και πάλι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει επιχείρημα που θα αιτιολογούσε επαρκώς τους περιορισμούς αυτούς. Διότι μετά από μια λογική εξέτασή του, δε γίνεται παρά να συμφωνήσουμε ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν μπορεί να έχει συνέπειες τέτοιες, ώστε να εμποδίζει ορισμένη -αυθαίρετα επιλεγμένη- κατηγορία Ελλήνων πολιτών από το να απολαύουν του δικαιώματος διορισμού στο δημόσιο, δημιουργώντας ταυτόχρονα φαινόμενα άνισης μεταχείρισης. Οι εν λόγω διακρίσεις, ως ανεπίτρεπτες παρεκκλίσεις από την αρχή της ισότητας, είναι ιδιαίτερα προκλητικές, κυρίως στις περιπτώσεις στις οποίες, ενώ επιτρέπεται να είναι υποψήφιοι για πλήρωση θέσης στο δημόσιο αλλογενείς αλλοδαποί (υπήκοοι κρατών-μελών της Ε.Ε.), δεν επιτρέπεται να είναι αντίστοιχα υποψήφιοι ημεδαποί οι οποίοι απλά ΠΡΙΝ την πολιτογράφησή τους ως Ελλήνων πολιτών δεν είχαν την υπηκοότητα κάποιου κράτους-μέλους της Ε.Ε..
Θα πρέπει η Διοίκηση επειγόντως να εξηγήσει, σε ποια νομική διάταξη βρίσκει έρεισμα ο όρος των γενικών προσόντων διορισμού στις εν λόγω προκηρύξεις στο δημόσιο, για τον οποίο αποτελεί κριτήριο συμμετοχής ως υποψηφίου μόνο η εθνοτική προέλευση και δε λαμβάνεται στο ελάχιστο η ίδια η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη, ως να ήταν άσχετο γεγονός! Προφανώς, όλοι όσοι έχουν πολιτογραφηθεί Έλληνες, επομένως και όσοι είχαν προηγουμένως την ιθαγένεια τρίτου κράτους, έχουν ακολουθήσει τη νόμιμη διαδικασία που θέσπισε το ίδιο το κράτος γι’ αυτό, πληρώντας τα τυπικά και ουσιαστικά κριτήρια και έχουν καταβάλει το προβλεπόμενο χρηματικό αντίτιμο, μην υστερώντας γενικά σε τίποτα εν σχέσει με τους υπόλοιπους πολιτογραφηθέντες που τυχαίνει απλά να είχαν την ιθαγένεια ενός κράτους-μέλους της Ε.Ε. πριν την πολιτογράφησή τους ή τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες, που απέκτησαν την ελληνική ιθαγένεια με τη γέννησή τους.
Περαιτέρω, αλήθεια, ποια ακριβώς ιδιότητα κατέχουν που να δικαιολογεί την προκλητικά προνομιακή μεταχείρισή τους, οι Έλληνες αλλογενείς που πριν την πολιτογράφησή τους ήταν υπήκοοι κράτους-μέλους της Ε.Ε. (κι ακόμα περισσότερο ορισμένοι αλλοδαποί αλλογενείς, ήτοι πολίτες άλλου κράτους-μέλους της Ε.Ε.) έναντι των Ελλήνων αλλογενών που πριν την πολιτογράφησή τους δεν ήταν υπήκοοι κράτους-μέλους της Ε.Ε.; Και για ποιο λόγο αποκλείονται οι δεύτεροι από τη συμμετοχή σε διαγωνισμούς για πρόσληψη στο δημόσιο, ενώ την ίδια στιγμή οι πρώτοι συμμετέχουν ελεύθερα ως υποψήφιοι; Αν εντέλει δεν υπάρχει συνταγματικά ανεκτή αιτιολογία, θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να απαλειφθούν τέτοιοι περιορισμοί και φαινόμενα κατάφωρων διακρίσεων με εθνοτικό προσανατολισμό από μελλοντικές προκηρύξεις πλήρωσης θέσεων στο δημόσιο.
Προκύπτει, επιπλέον, ότι παραβιάζονται οι αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της χρηστής διοίκησης, εφόσον ο Έλληνας πολίτης που μόλις πολιτογραφήθηκε, δικαιολογημένα προσδοκά ότι με αυτή την αλλαγή στο νομικό κόσμο, εντάσσεται πλήρως και συμμετέχει ισότιμα με όλους τους Έλληνες πολίτες σε κάθε πτυχή της ζωής της χώρας, χωρίς αυθαίρετες και αιφνιδιαστικές εξαιρέσεις.
Επιπλέον, οι συνέπειες της διαιώνισης αυτής της άνισης μεταχείρισης και της προκλητικής αδικίας οξύνονται ακόμα περισσότερο, αν λάβουμε υπόψη και την τραγική περίοδο της οικονομικής συγκυρίας την οποία διανύουμε, όπου το κράτος μοιάζει να σαμποτάρει απροκάλυπτα την προσπάθεια συγκεκριμένης κατηγορίας Ελλήνων πολιτών να ζήσουν καλύπτοντας τις ανάγκες τους με αξιοπρέπεια, κάτι που πλέον αποτελεί άθλο ούτως ή άλλως και χωρίς την «ευγενική χορηγία» του κράτους.
Εν κατακλείδι, είναι επιτακτική η ανάγκη, εάν τυχόν υπάρχει, να καταργηθεί ή, επικουρικά, να σταματήσει η εφαρμογή, του νόμου πάνω στον οποίο βασίζονται και αντλούν τη νομική ισχύ τους όλοι οι προαναφερθέντες αντισυνταγματικοί περιορισμοί, καθώς και να παραλειφθούν αυτοί από μελλοντικές προκηρύξεις προσλήψεων στο δημόσιο, εφόσον προβλέπουν την άνιση μεταχείριση μεταξύ Ελλήνων πολιτών.
*Ντιάνα Κατσάρεβετις, Δικηγόρος, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια
Τομέα Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής ΕπιστήμηςΝομική Σχολή Α.Π.Θ.
Βιβλιογραφικές Παραπομπές
- ΣτΕ 559/2013, 5106/2012, 790/2012. Βλ. ΟλΣτΕ 2396/2004, όπου αναφέρεται ότι «η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 του Σ., υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψη τους».
- Χρυσόγονου, Κ.Χ. (2006) Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 3η έκδ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 170.
- Χρυσόγονου, Κ.Χ., όπ. π., 171.
- Χρυσόγονου, Κ.Χ., όπ. π., 120.
- Ολ ΣτΕ 5116/1996.
- Πρβλ. ΣτΕ 2499/1992.
- ΣτΕ 1482/2002.
- ΑΠ 1222/1992.
- ΣτΕ 3587/1997.
- ΟλΣτΕ 3317/2014, σκέψεις 13 και 15.
- Χρυσόγονου, Κ.Χ., όπ. π., 179-180.