Ανακοίνωση για τις αμοιβές των ασκούμενων δικηγόρων

Θεσσαλονίκη 4-7-2022,

Με αφορμή το διαχρονικό ζήτημα που προκύπτει κάθε φορά κατόπιν ανάρτησης αγγελιών αναζήτησης ασκούμενου/ης από δικηγορικά γραφεία της πόλης, δραττόμεθα της ευκαιρίας να διατυπώσουμε για ακόμη μια φορά την πάγια και ξεκάθαρη θέση της Ένωσης όσον αφορά στο καθεστώς της αμοιβής των ασκούμενων δικηγόρων.

Πιστεύουμε, καταρχήν, πως η προσφερόμενη θέση εργασίας για έναν ασκούμενο δικηγόρο σε μια αγγελία οφείλει: 1)να μην χαρακτηρίζεται από διακρίσεις οποιουδήποτε είδους, 2)να εμπεριέχει συγκεκριμένο αντικείμενο και κλάδους δικαίου, 3)να αναγράφεται το όνομα του δικηγορικού γραφείου/ασκούντα δικηγόρου και οι όροι εργασίας (ωράριο, μισθός) και 4)να προσφέρεται πλήρης απασχόληση.

Ως προς το επίμαχο ζήτημα της προσφερόμενης αμοιβής θεωρούμε ότι αυτή καταρχήν δεν θα πρέπει να υπολείπεται του θεσμοθετημένου κατώτατου μισθού ο οποίος ορίζεται στα 713 ευρώ (38866/21.4.2022 ΥΑ). Οποιαδήποτε απόκλιση από αυτό το κατώτατο όριο την κρίνουμε ως αντισυναδελφική και αντιδεοντολογική.

Φυσικά, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την απολύτως κατανοητή και σεβαστή βιοποριστική ανάγκη πολλών ασκούμενων συναδέλφων, οι οποίοι/ες αναγκαστικά συμβιβάζονται να απασχοληθούν με μικρότερη αμοιβή, ούτε να παραβλέψουμε το καθόλα προβληματικό οικονομικό περιβάλλον εντός του οποίου τα δικηγορικά γραφεία καλούνται να λειτουργήσουν, επιδιώκοντας ευλόγως την κερδοφορία. Παράλληλα, όμως, δεν μπορούμε να αποσιωπήσουμε και να μην στηλιτεύσουμε τους επαχθείς όρους απασχόλησης και τις δυσμενείς επαγγελματικές συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια για τον  ασκούμενο και νέο δικηγόρο τις οποίες καλείται να αντιμετωπίσει από την είσοδό του στο επάγγελμα, ιδίως σε πολύ μεγάλα δικηγορικά γραφεία και εταιρίες, σε συνδυασμό με την κυβερνητική εγκατάλειψη, απώλειας ύλης και υπερφορολόγησης που βιώνουμε συνολικά σαν κλάδος.

Δηλώνουμε, λοιπόν, ξεκάθαρα, ότι οποιαδήποτε προσφορά απασχόλησης που δεν πληροί τουλάχιστον τα προαναφερθέντα κριτήρια τη θεωρούμε αντισυναδελφική και υπονομευτική του ίδιου του επαγγέλματος, καθότι αντιμετωπίζει τον/την ασκούμενο/η, όχι σαν συνάδελφο και μελλοντικό δικηγόρο, αλλά σαν εργαζόμενο δεύτερης κατηγορίας. Ακόμα όμως και αν θεωρούνταν σύμβαση μαθητείας μεταξύ ασκούντα/σας και ασκούμενου/ης δικηγόρου, θέση την οποία νομικά θεωρούμε εσφαλμένη, και πάλι συντρέχει η υποχρέωση ελάχιστης νόμιμης αμοιβής, το 75% ή 80% (διαμορφώνεται ανάλογα με τις περιστάσεις) του νόμιμου κατώτατου μισθού, που προβλέπουν οι εκδιδόμενες κατ’ έτος για την μαθητεία ΚΥΑ (ενδεικτικά για εφέτος ΥΑ 43069/22, ΥΑ 37169/22, ΥΑ 17004/22, ενώ μάλιστα η ΥΑ για το Πλαίσιο Ποιότητας Μαθητείας ΦΒ7/108652/2021 ορίζει στο αρ.8 τα δικαιώματα των μαθητευόμενων όπου μεταξύ άλλων αναφέρει ότι εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν.1346/1983 για τις άδειες).

Διαπιστώνοντας, επίσης, το νομοθετικό κενό ως προς τον χαρακτηρισμό του χρόνου της άσκησης με όρους εργατικού δικαίου και αντιλαμβανόμενοι το γεγονός ότι, σαν Ένωση Ασκούμενων και Νέων Δικηγόρων οφείλουμε, όπως κάνουμε διαχρονικά και με συνέπεια, να αναδείξουμε το ζήτημα και να διατυπώνουμε με παρρησία τη θέση μας για θέσπιση κατώτατης αμοιβής για τον χρόνο της άσκησης, καλούμε τα δικηγορικά γραφεία να ανατρέψουν τους όρους επαγγελματικής και οικονομικής εξαθλίωσης που προσφέρουν σήμερα. Σε κάθε περίπτωση, η Ένωσή μας θα αναλάβει πολύ σύντομα εκ νέου πρωτοβουλίες προς πάσα κατεύθυνση για την νομοθετική κατοχύρωση του νομικού χαρακτηρισμού της άσκησης και την εξασφάλιση των αντίστοιχων δικαιωμάτων.

Τέλος, εφιστούμε σε όλα τα μέρη την προσοχή επισημαίνοντας πως στην προσπάθεια αυτή, η οποία πρέπει να είναι κοινή και να χαρακτηρίζεται από επαγγελματικό σεβασμό και συλλογικότητα, σίγουρα δεν βοηθάει η ανταλλαγή ύβρεων, ειρωνειών και προσωπικών επιθέσεων μεταξύ συναδέλφων, τα οποία απλώς μετατοπίζουν το αντικείμενο της επίμαχης συζήτησης και θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότερη διεκδίκηση του στόχου μας.

Για το ΔΣ της ΕΑΝΔιΘ

Ο Πρόεδρος………………..…………Ο Γραμματέας

Γιάννης Τρασανίδης……………..Γιώργος Παπαγεωργίου